Αντιθυρεοειδικά φάρμακα: δράση, τύποι, δόση
Τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού, που προκαλείται από την αυτοάνοση νόσο του Graves’. Αυτά τα φάρμακα ουσιαστικά μπλοκάρουν τη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών από το θυρεοειδή. Εκτός από αυτήν την άμεση δράση, έχουν και μια έμμεση δράση επιδρώντας και στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μικρό χρονικό διάστημα προκειμένου να προετοιμαστεί ο ασθενής με νόσο Graves’ για χειρουργείο ή τη χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου. Επίσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στην τελευταία περίπτωση ένα 30% των ασθενών θα εμφανίσει ύφεση της ασθένειας (δείτε σχετικά την ανάρτηση “Ύφεση και υποτροπή της νόσου Graves’“).
Τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα χρησιμοποιούνται επίσης και για τη θεραπεία υπερθυρεοειδισμού που προκαλείται από τοξική πολυοζώδη βρογχοκήλη ή από τοξικό αδένωμα.
ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΥΡΟΕΙΔΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα μειώνουν την παραγωγή και τα επίπεδα στο αίμα των θυρεοειδικών ορμονών, της Τ3 και της Τ4.
Απαιτείται διάστημα τουλάχιστον 3 εβδομάδων (συνηθέστερα 6 ή και περισσότερων εβδομάδων) για να μειωθούν τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα μπλοκάρουν την παραγωγή νέων ορμονών από το θυρεοειδή, ενώ δεν επηρεάζουν τις ορμόνες που κυκλοφορούν στο αίμα.
ΤΥΠΟΙ ΑΝΤΙΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Υπάρχουν τριών ειδών αντιθυρεοειδικά φάρμακα, η μεθιμαζόλη, η προπιλοθειουρακίλη και η καρβιμαζόλη. Συνηθέστερα συνταγογραφείται η μεθιμαζόλη ως πρώτη επιλογή για την νόσο του Graves’ αλλά η προπιλοθειουρακίλη προτιμάται στις έγκυες και στις θηλάζουσες γυναίκες.
Η προτίμηση στη μεθιμαζόλη οφείλεται στο γεγονός ότι αναστρέφει τον υπερθυρεοειδισμό ταχύτερα (απαιτούνται κατά μέσο όρο 5,8 εβδομάδες για να επανέλθει η Τ4 στο φυσιολογικό) και επιπλέον έχει και λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Στον αντίποδα, η προπιλοθειουρακίλη έχει μια επιπλέον δράση: μπλοκάρει και τη μετατροπή της Τ4 σε Τ3 στους ιστούς. Απαιτεί όμως μεγαλύτερο χρόνο για την επαναφορά των ορμονών στο φυσιολογικό (κατα μέσο όρο 16,8 εβδομάδες για τη μείωση της Τ4 στα φυσιολογικά επίπεδα).
Παραμένει όμως ένα ενναλακτικό φάρμακο για ασθενείς που δεν ανέχονται την μεθιμαζόλη. Επειδή περνά τον πλακούντα λιγότερο σε σχέση με τη μεθιμαζόλη και δεν περνά στο μητρικό γάλα είναι φάρμακο εκλογής για τις έγκυες και τις θηλάζουσες μητέρες. Όμως και τα δυο φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν στο νεογνό υποθυρεοειδισμό και βρογχοκήλη. Καλό είναι οι γυναίκες που λαμβάνουν αντιθυρεοειδικά φάρμακα να μην προχωρήσουν σε εγκυμοσύνη και να συζητήσουν την προοπτική της εγκυμοσύνης με το γιατρό τους.
ΔΟΣΗ ΑΝΤΙΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Η δόση εξατομικεύεται και εξαρτάται από παράγοντες όπως ο βαθμός του υπερθυρεοειδισμού, το μέγεθος της βρογχοκήλης, το στάδιο της θεραπείας. Συνήθως στην αρχική φάση της ασθένειας χορηγούνται υψηλές δόσεις. Το ίδιο ισχύει για ασθενείς με μεγάλη βρογχοκήλη και σοβαρού βαθμού υπερθυρεοειδισμό. Καλό είναι προκειμένου να αποφευχθούν γαστρεντερολογικές διαταραχές το φάρμακο να λαμβάνεται σε περισσότερες από μια δόση μέσα στο 24ωρο.
Όταν ο υπερθυρεοειδισμός ελεγχθεί τότε η αρχικά μεγάλη δόση μπορεί να μειωθεί και κάτω του μισού.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με αντιθυρεοειδικά φάρμακα ο γιατρός σας θα σας ζητήσει συχνούς επανελέγχους των θυρεοειδικών ορμονών και συγκεκριμένα των Τ4, Τ3 και TSH. Τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα συνήθως μειώνουν πρώτα τις Τ4 και Τ3 (σε μερικούς ασθενέις η Τ3 χρειάζεται μεγαλύτερο διάστημα να ομαλοποιηθεί) ενώ η TSH απαιτεί ακόμα μεγαλύτερο χρόνο.