Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός
Χαρακτηρίζεται από αυξημένη παραγωγή αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια. Η αλδοστερόνη είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται φυσιολογικά από τα επινεφρίδια.
Όταν πέφτει η αρτηριακή πίεση και μειώνεται ο όγκος αίματος που φτάνει στα νεφρά καθώς και όταν μειώνεται η συγκέντρωση του νατρίου στο αίμα, τότε αυξάνεται η έκκριση της ρενίνης και ακολούθως της αγγειοτενσίνης ΙΙ. Αυτή με τη σειρά της διεγείρει την παραγωγή αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια, η οποία προκαλεί κατακράτηση νατρίου και νερού με αποτέλεσμα την αύξηση του ενδοαγγειακού όγκου υγρών.
Όταν τα επινεφρίδια παράγουν αυτόνομα αλδοστερόνη (δηλαδή όταν η παραγωγή δεν εξαρτάται από την αγγειοτενσίνη), η κατάσταση λέγεται πρωτοπαθής υπερλαδοστερονισμός. Συνηθέστερα οφείλεται σε αμφοτερόπλευρη υπερπλασία των επινεφριδίων ενώ στο ¼ των περιπτώσεων σε αδένωμα ενός επινεφριδίου.
Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός χαρακτηρίζεται από υπέρταση, χαμηλή ρενίνη και αυξημένη απώλεια Κ με τα ούρα ενώ στο 30% των περιπτώσεων συνυπάρχει υποκαλιαιμία. Όταν εγκαθίσταται η υποκαλιαιμία παρατηρούνται συχνά κράμπες, αίσθημα παλμών, πολυουρία και πολυδιψία.
Η διάγνωση του πρωτοπαθούς υπεραλδοστερονισμού γίνεται μετά από εκτέλεση ειδικών εξετάσεων αίματος, ενώ είναι απαραίτητος και ο απεικονιστικός έλεγχος των επινεφριδίων με αξονική ή μαγνητική τομογραφία.
Η διάκριση μεταξύ οζώδους υπερπλασίας και αδενώματος είναι σημαντική διότι η πρώτη κατάσταση αντιμετωπίζεται φαρμακευτικά (με ανταγωνιστή της αλδοστερόνης όπως π.χ. η σπειρονολακτόνη).
Αντίθετα στην περίπτωση αδενώματος η αντιμετώπιση είναι χειρουργική.