Οστεοπόρωση και Μεταβολικά Νοσήματα των Οστών
Ορμονικές διαταραχές όπως υπερπαραθυρεοειδισμός, ανεπάρκεια βιταμίνης D, υπερθυρεοειδισμός, έχουν δυσμενή επίδραση στα επίπεδα ασβεστίου και στην υγεία των οστών.
Η οστεοπόρωση είναι χρόνια νόσος, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική μάζα και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού που μπορεί να οδηγήσουν σε κατάγματα.
Οστεοπόρωση
Η οστεοπόρωση είναι χρόνια πάθηση του μεταβολισμού των οστών, κατά την οποία παρατηρείται σταδιακή μείωση της πυκνότητας και ποιότητάς τους, με αποτέλεσμα, με την πάροδο του χρόνου, αύξηση της ευθραυστότητάς τους και του κινδύνου κατάγματος.
Η οστεοπόρωση μπορεί να είναι πρωτοπαθής όπου ανήκουν η μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση και η γεροντική οστεοπόρωση ή δευτεροπαθής, η οποία προκαλείται από κάποια συνυπάρχουσα πάθηση, όπως η νόσος του Cushing, ο διαβήτης, ο υπερπαραθυρεοειδισμός, η χρήση κορτικοειδών, η δρεπανοκυτταρική αναιμία, το πολλαπλούν μυέλωμα, η παρατεταμένη ακινητοποίηση, κ.ά. Στην πρωτοπαθή οστεοπόρωση παράγοντες όπως η κληρονομικότητα, το κάπνισμα, η κατάχρηση αλκοόλ, το χαμηλό σωματικό βάρος, μπορεί να αποτελούν παράγοντες επιβάρυνσης της νόσου.
Η οστεοπόρωση δεν έχει συμπτώματα γι΄αυτό και καλείται «σιωπηλή νόσος». Το κάταγμα, ως απότοκο της οστεοπόρωσης είναι αυτό που θα κινητοποιήσει τους ασθενείς. Γι΄αυτό είναι σημαντικός ο προληπτικός έλεγχος για τη νόσο.
Δεδομένου ότι η οστεοπόρωση γίνεται αντιληπτή μόνο όταν οδηγήσει σε κάταγμα, ο προληπτικός έλεγχος είναι σημαντικός. Εξέταση εκλογής είναι η «διπλής ενέργειας απορροφησιομετρία με ακτίνες Χ (DEXA)» που είναι πολύ σημαντική τόσο στη διάγνωση όσο και στην παρακολούθηση της νόσου. Ακτινογραφίες, αιματολογικός και ορμονικός έλεγχος μπορούν να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν διαθέσιμα φάρμακα, η οστεοπόρωση απλώς αντιμετωπίζεται αλλά δεν θεραπεύεται. Είναι σημαντική η απόφαση ενός θεραπευτικού πλάνου καθώς η νόσος είναι μακροχρόνια και μπορεί να χρειαστεί θεραπευτικές εναλλακτικές επιλογές. Μπορείτε, με την αποφυγή βλαβερών και τη υοθέτηση υγιεινών συνηθειών (πχ διακοπή καπνίσματος, άσκηση) να συμβάλετε στην αντιμετώπιση της νόσου και την επιτυχέστερη διαχείριση του κινδύνου καταγμάτων.