Γνωριμία με τη νόσο του τετάνου
Παρόλο που κυκλοφορεί και εφαρμόζεται σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Υγείας το εμβόλιο του τετάνου, η εμφάνιση του αντιεμβολιαστικού κινήματος, έχει οδηγήσει σε επανεμφάνιση της νόσου του τετάνου. Αυτή η αλλαγή στα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά εμφάνισης της νόσου, οφείλεται στο γεγονός πως πολλοί γονείς επιλέγουν λανθασμένανα μην εμβολιάσουν τα παιδιά τους, όπως συμβαίνει με την επανεμφάνιση και της ιλαράς.
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί, πως το μικρόβιο του τετάνου δεν αφήνει ανοσία στον οργανισμό, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός ακόμη και των ατόμων που νόσησαν στο παρελθόν.
Ταυτόχρονα οι γυναίκες στην περίοδο της εγκυμοσύνης, παρέχουν τα αντισώματα του τετάνου στο έμβρυο μέσω του πλακούντα, ώστε να είναι προστατευμένο για τους πρώτους μήνες της ζωής τους. Έτσι, η εμφάνιση νεογνικού τετάνου είναι εξαιρετικά σπάνια περίπτωση και αφορά μόνο παιδιά των οποίων οι μητέρες δεν είχαν εμβολιαστεί για το μικρόβιο του τετάνου.
Η νόσος του τετάνου οφείλεται στο κλωστηρίδιο του τετάνου, ένα αναερόβιο θετικό κατά Gram μικρόβιο.
Το μικρόβιο του τετάνου παράγει σπόρια με τα πιο συχνά σημεία εμφάνισης να είναι στο έδαφος και στα κόπρανα των ζώων. Η νόσος του τετάνου εμφανίζεται όταν το μικρόβιο εισέλθει στον ανθρώπινο οργανισμό, μέσω κάποιου ανοιχτού τραύματος και γενικότερα μέσω οποιασδήποτε διακοπής της συνέχειας του δέρματος, όπως για παράδειγμα σε εγκαύματα. Ένα επικίνδυνο σημείο για πρόκληση τετάνου είναι ακόμη και κλειστά τραύματα που δεν έχουν πλήρως επουλωθεί, καθώς μπορούν να ανοίξουν με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο και να αποτελέσουν σημεία εισόδου για το μικρόβιο του τετάνου. Το κλωστηρίδιο του τετάνου, σε αντίθεση με πλήθος άλλων μικροοργανισμών, δεν κυκλοφορεί στον οργανισμό αλλά παραμένει σε ένα σημείο και πολλαπλασιάζεται, παράγοντας δύο πολύ ισχυρές εξωτοξίνες: την τετανολυσίνη και την τετανοσπασμίνη.
Η πρώτη οφείλεται για την αιμόλυση των ερυθροκυττάρων, ενώ η δεύτερη είναι ακόμη πιο ισχυρή νευροτρόπος τοξίνη με βλαβερές συνέπειες για τον οργανισμό.
Πράγματι, η τετανοσπασμίνη εισέρχεται στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, δρα στο νωτιαίο μυελό όπου καταστέλλει τα ανασταλτικά ερεθίσματα προς τα περιφερικά κινητικά νεύρα και αυτό έχει σαν συνέπεια την έκλυση σπασμών είτε αυτόματα, είτε έπειτα από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα. Ταυτόχρονα, η παραγόμενη από το μικρόβιο του τετάνου τετανοσπασμίνη, δρα και στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα προκαλώντας ταχυκαρδία, υπέρταση, καρδιακή αρρυθμία και την εμφάνιση ιδρώτα.
Επιπλέον, μπορεί να δράσει και στην τελική κινητική πλάκα των γραμμωτών μυών αναστέλλοντας την απελευθέρωση ακετυλοχολίνης από τις νευρικές απολήξεις, επηρεάζοντας έτσι σημαντικά τη φυσιολογική λειτουργία της νευρομυϊκής σύναψης.
Η διάγνωση τετάνου βασίζεται στην κλινική εικόνα, έναν πιθανό πρόσφατο τραυματισμό και το ιστορικό εμβολιασμού για τη νόσο. Ο χρόνος επώασης της νόσου του τετάνου είναι 1 μέρα έως 3 εβδομάδες.
Η πιο συνηθισμένη μορφή της νόσου του τετάνου είναι ο γενικευμένος τέτανος, ο οποίος εμφανίζεται με ευερεθιστότητα, ανησυχία και κεφαλαλγίες. Στα συμπτώματα αναφέρονται συχνά σύσπαση των μασητήρων μυών και των μυών του αυχένα, μυαλγίες και εφίδρωση. Η σύσπαση των μυών έχει σαν αποτέλεσμα μεταβολές σε πολλά σημεία του οργανισμού, καθώς η σύσπαση των μασητήρων μυών οδηγεί σε δυσχέρεια στο άνοιγμα του στόματος και τρισμό των δοντιών.
Επιπλέον, η σύσπαση των μυών του προσώπου οδηγεί σε μία ιδιάζουσα έκφραση (σαρδόνιο γέλιο), η σύσπαση των μυών του αυχένα και της πλάτης προκαλεί οπισθότονο, ενώ τέλος η σύσπαση των μυών των άκρων οδηγεί σε έκταση των άκρων.
Στην καθολική μυική σύσπαση που μπορεί να προκαλέσει το μικρόβιο του τετάνου προστίθενται συνεχείς επώδυνοι τονικοκλονικοί σπασμοί που μπορούν να εκλύονται επίσης κατά ώσεις μετά από κάποιο οπτικό ή ακουστικό ερέθισμα. Σε όλες τις κρίσεις και κατά τη διάρκεια των σπασμών, ο ασθενής έχει πλήρη πνευματική διαύγεια και φυσιολογική θερμοκρασία.
Στη θεραπεία της νόσου του τετάνου περιλαμβάνεται ο χειρουργικός καθαρισμός του τραύματος και η αφαίρεση οποιουδήποτε ξένου σώματος. Τις περισσότερες φορές χορηγείται στον ασθενή πενικιλλίνη, μετρονιδαζόλη ή τετρακυκλίνη για 10 μέρες περίπου, ενώ το πιο κρίσιμο σημείο για την αντιμετώπιση του τετάνου είναι η ενδομυϊκή χορήγηση ανθρώπινης τετανικής αντιτοξίνης, όσο το δυνατό νωρίτερα.
Ο ασθενής είναι καλό να απομονώνεται σε δροσερό και σκοτεινό δωμάτιο, να παραμένει ενυδατωμένος και στις περιπτώσεις ήπιας μόλυνσης τετάνου μπορεί να χορηγείται τροφή από το στόμα.
Η θνητότητα του τετάνου είναι 10-30% με αυξημένα ποσοστά στην νεογνική ηλικία, ενώ η πρόγνωση εξαρτάται από την ηλικία, τη βαρύτητα και το χρόνο έναρξης της θεραπείας.