Θεραπεία του Λύκου
Η διάγνωση και θεραπεία του Λύκου προϋποθέτουν ομαδική προσπάθεια εκ μέρους του ασθενούς και πλειάδας ειδικών λειτουργών υγείας. Οι ασθενείς με Λύκο μπορούν να επισκεφθούν τον οικογενειακό τους γιατρό ή παθολόγο ή να ζητήσουν τη βοήθεια ρευματολόγου. Ο ρευματολόγος είναι γιατρός που εξειδικεύεται στα ρευματικά νοσήματα (αρθρίτιδα και λοιπά νοσήματα των αρθρώσεων, οστών και μυών).
Κλινικοί ανοσολόγοι (γιατροί που εξειδικεύονται στις διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος) μπορούν επίσης να αντιμετωπίσουν ασθενείς με Λύκο.
Καθώς η θεραπεία εξελίσσεται, μπορούν να συνδράμουν νοσηλευτές, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί και ειδικοί γιατροί όπως νεφρολόγοι , αιματολόγοι, δερματολόγοι και νευρολόγοι.
Το εύρος και η αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών σχημάτων στο Λύκο έχουν αναπτυχθεί ραγδαία, παρέχοντας στους γιατρούς περισσότερες επιλογές στον τρόπο αντιμετώπισης της νόσου. Είναι σημαντικό για τον ασθενή να συνεργάζεται στενά με το γιατρό και να συμμετέχει ενεργά στη θεραπεία. Από τη στιγμή που ο Λύκος διαγιγνώσκεται, ο γιατρός αναπτύσσει θεραπευτικό πλάνο βασισμένο στην ηλικία του ασθενή, το φύλο, την υγεία, τα συμπτώματα και τον τρόπο ζωής.
Το θεραπευτικό σχήμα προσαρμόζεται στις εξατομικευμένες ανάγκες του ασθενή και ενδέχεται να μεταβάλλεται με τον χρόνο. Καταστρώνοντας το θεραπευτικό σχέδιο, ο γιατρός έχει ποικίλους στόχους: αποτρέπει εξάρσεις, να τις αντιμετωπίζει όταν επέρχονται και να ελαχιστοποιεί οργανικές βλάβες και επιπλοκές. Γιατρός και ασθενής θα πρέπει να επανεκτιμούν περιοδικά τη θεραπεία προσβλέποντας στη μέγιστη δυνατή της αποτελεσματικότητα.
Διάφορα είδη φαρμάκων χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του Λύκου.
Η θεραπεία που επιλέγει ο γιατρός βασίζεται στα εξατομικευμένα συμπτώματα και ανάγκες του ασθενή.
Σε ασθενείς με αρθρικό ή θωρακικό πόνο ή πυρετό, συχνά χρησιμοποιούνται φάρμακα που μειώνουν τη φλεγμονή, γνωστά ως μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη.
Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη μπορούν να λαμβάνονται μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλες κατηγορίες φαρμάκων, για τον έλεγχο του πόνου, του οιδήματος και του πυρετού. Οι πιο συχνές παρενέργειες των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, είναι στομαχικές διαταραχές, καούρες και διάρροια.
Ορισμένοι ασθενείς με Λύκο αναπτύσσουν επιπλέον ηπατική και νεφρική φλεγμονή μετά από λήψη μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, για το λόγο αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικό ενώ χορηγούνται να υπάρχει στενή επικοινωνία με το γιατρό. Μια νέα κατηγορία αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, που ενδέχεται να μην υστερούν των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών, είναι τα επονομαζόμενα COX-2 αναστολείς.
Τα ανθελονοσιακά αποτελούν μια άλλη κατηγορία φαρμάκων που συχνά χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του Λύκου. Τα συγκεκριμένα φάρμακα χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για τη θεραπεία της ελονοσίας, αλλά οι γιατροί ανακάλυψαν ότι είναι εξίσου χρήσιμα στο Λύκο. Η δράση των ανθελονοσιακών στο Λύκο δεν έχει επακριβώς διευκρινιστεί, αλλά οι επιστήμονες πιστεύουν ότι ίσως λειτουργούν καταστέλλοντας στάδια της ανοσολογικής αντίδρασης.
Το πιο συχνά ανθελονοσιακά φάρμακο χρησιμοποιούμενο στη θεραπεία του Λύκου είναι η υδροξυχλωροκίνη (Plaquenil). Μπορεί να χορηγηθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα και γενικά χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της καταβολής, του αρθρικού πόνου, των δερματικών εξανθημάτων και της φλεγμονής των πνευμόνων. Κλινικές μελέτες δείχνουν ότι η απότομη ή συνεχής χορήγηση ανθελονοσιακών μπορεί να αποτρέψει την επανεμφάνιση εξάρσεων. Παρενέργειες ανθελονοσιακών φαρμάκων αποτελούν στομαχικές διαταραχές και, εξαιρετικά σπάνια, προσβολή του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του οφθαλμού.
Βάση της θεραπευτικής θεραπείας στον Λύκο αποτελεί η χορήγηση κορτικοστεροειδών ορμονών, όπως πρεδνιζόνη, υδροκορτιζόνη, μεθυλπρεδνιζολόνη (Medrol) και δεξαμεθαζόνη (Decadron). Τα κορτικοστεροειδή, όπως η φυσική ενδογενής ορμόνη κορτιζόλη, λειτουργούν καταστέλλοντας δραστικά τη φλεγμονή.
Τα κορτικοστεροειδή μπορεί να χορηγηθούν από το στόμα, με τη μορφή κρέμας ή ως ενέσιμο διάλυμα.
Επειδή πρόκειται για ισχυρά φάρμακα, ο γιατρός επιδιώκει το καλύτερο αποτέλεσμα με την ελάχιστη δυνατή δόση.
Στις άμεσες παρενέργειες των κορτικοστεροειδών περιλαμβάνονται οίδημα, βουλιμία, αύξηση σωματικού βάρους και διαταραχές του συναισθήματος. Οι παρενέργειες γενικά υποχωρούν όταν διακοπεί η χορήγηση του φαρμάκου.
Η απότομη διακοπή των κορτικοστεροειδών μπορεί να είναι επικίνδυνη, έτσι είναι εξαιρετικά σημαντική η συνεργασία του γιατρού με τον ασθενή προκειμένου τροποποιηθεί η δόση των κορτικοστεροειδών. Κάποιες φορές οι γιατροί χορηγούν μεγάλες ποσότητες κορτικοστεροειδών ενδοφλεβίως για χρονική περίοδο λίγων ημερών (θεραπεία «ώσεων»). Με αυτόν τον τρόπο, οι συνήθεις παρενέργειες είναι λιγότερο πιθανές και η σταδιακή διακοπή μη επιβεβλημένη.
Απώτερες παρενέργειες των κορτικοστεροειδών περιλαμβάνουν: ραβδώσεις στο δέρμα, υπερβολική τριχοφυΐα, οστική αραίωση ή καταστροφή (οστεοπόρωση ή άσηπτη νέκρωση), υπέρταση, προσβολή αρτηριών, σακχαρώδη διαβήτη, λοιμώξεις και καταρράκτη. Τυπικά, όσο υψηλότερη η δόση τους, τόσο πιο σοβαρές οι παρενέργειες. Επιπλέον, ο κίνδυνος εμφάνισης παρενεργειών αυξάνει κατά τη μακρόχρονη λήψη κορτικοστεροειδών.
Οι ερευνητές εργάζονται προς την κατεύθυνση ανάπτυξης εναλλακτικών στρατηγικών, για να περιορίσουν ή να αντισταθμίσουν τη χρήση των κορτικοστεροειδών. Για παράδειγμα, τα κορτικοστεροειδή ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με άλλα, λιγότερο ισχυρά φάρμακα ή ο γιατρός ίσως επιχειρήσει τη σταδιακή μείωση της δασολογίας εφόσον η ασθένεια είναι υπό έλεγχο.
Ασθενείς με Λύκο που λαμβάνουν κορτικοστεροειδή θα πρέπει να συμβουλευτούν το γιατρό τους για το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωμάτων ασβεστίου και βιταμίνης D ή άλλων φαρμάκων που μειώνουν τον κίνδυνο οστεοπόρωσης.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ίσως χρειασθούν ισχυρότερα φάρμακα για την καταπολέμηση των συμπτωμάτων του Λύκου. Σε ορισμένους ασθενείς η μεθοτρεξάτη ενδείκνυται για τη ρύθμιση της νόσου.
Σε ασθενείς με πολυσυστηματική προσβολή μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλεβίως γ-σφαιρίνη , μια πρωτεϊνη του αίματος που βοηθά στην καταπολέμηση της φλεγμονής.
Η γ-σφαιρίνη επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο της οξείας αιμορραγίας σε ασθενείς με θρομβοκυτταροπενία ή κατά την προετοιμασία του ασθενούς με Λύκο πριν το χειρουργείο.
Σε ασθενείς με προσβολή των νεφρών ή του κεντρικού νευρικού συστήματος από το Λύκο, ενδείκνυται η χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων. Τα ανοσοκατασταλτικά, όπως η αζαθειοπρίνη (Azathioprine) και η κυκλοφωσφαμίδη (Endoxan), περιορίζουν την υπερδιέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος αναστέλλοντας την παραγωγή κάποιων ανοσοκυττάρων και ανακόπτοντας τη δράση άλλων.
Τα φάρμακα αυτά μπορούν να χορηγηθούν από του στόματος ή στάγδην ενδοφλεβίως, μέσω μικρής αντλίας.
Στις παρενέργειες αυτών περιλαμβάνονται ναυτία, εμετός, τριχόπτωση, κυστικά ενοχλήματα, υπογονιμότητα και αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου ή λοιμώξεων. Ο κίνδυνος εμφάνισης παρενέργειες, είναι παρενεργειών αυξάνει ανάλογα με τη διάρκεια της θεραπείας. Όπως συμβαίνει και με άλλα φάρμακα, μετά τη διακοπή χορήγησης ανοσοκατασταλτικών έγκαιρα υπάρχει κίνδυνος υποτροπής του Λύκου.
Η στενή συνεργασία με το γιατρό εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία της θεραπείας.
Επειδή σε κάποια θεραπευτικά σχήματα ενδέχεται να εμφανιστούν σοβαρές παρενέργειες, είναι σημαντικό να αναφέρετε έγκαιρα οποιοδήποτε νέο σύμπτωμα στο γιατρό σας . Είναι εξίσου σημαντικό να μη διακόπτετε ή δοκιμάζετε φάρμακα προτού συμβουλευτείτε το γιατρό σας.
Εξαιτίας της φύσης και του κόστους των χρησιμοποιούμενων φαρμάκων, των πιθανών σοβαρών παρενεργειών και της ενδεχόμενης αποτυχίας της θεραπείας, πολλοί ασθενείς αναζητούν άλλους τρόπους θεραπείας της νόσου. Κάποιες εναλλακτικές προσεγγίσεις έχουν προταθεί όπως, ειδικές δίαιτες, λήψη συμπληρωμάτων διατροφής, κατανάλωση ιχθυελαίων, επάλειψη με αλοιφές και κρέμες, χειροπρακτική ή ομοιοπαθητική θεραπεία.
Μολονότι οι παραπάνω μέθοδοι, ενδεχομένως, να μην είναι επιβλαβείς από τη φύση τους και να έχουν συμπτωματικά, ψυχολογικά ή κοινωνικά οφέλη, καμιά πρόσφατη έρευνα δεν αποδεικνύει ότι επηρεάζουν τη διαδικασία εξέλιξης της νόσου ή αποτρέπουν τη βλάβη των οργάνων. Κάποιες εναλλακτικές ή συμπληρωματικές προσεγγίσεις μπορεί να βοηθήσουν τον ασθενή στην καταπολέμηση του άγχους που συνοδεύει τη ζωή όσων πάσχουν από χρόνιο νόσημα. Εάν ο γιατρός εκτιμήσει ότι κάποια εναλλακτική θεραπεία φέρει αποτελέσματα και δεν είναι επιζήμια, μπορεί να την ενσωματώσει στο θεραπευτικό σχέδιο. Εντούτοις είναι σημαντικό να μην παραμελείται η τακτική φροντίδα υγείας ή η αντιμετώπιση των σοβαρών συμπτωμάτων.
Ο ειλικρινής διάλογος μεταξύ του ασθενούς και του γιατρού γύρω από τα σχετικά οφέλη της συμπληρωματικής εναλλακτικής και της πιο παραδοσιακής θεραπείας είναι σημαντικός, παρέχοντας στον ασθενή σφαιρική εικόνα των θεραπευτικών επιλογών.