Η οστεοπόρωση
Είναι η ελάττωση της οστικής πυκνότητας σε τέτοιο βαθμό που λόγω της συνεπαγόμενης μείωσης της μηχανικής αντοχής του οστού προκαλείται κάταγμα. Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου είναι το γήρας, η πρόωρη εμμηνόπαυση, η δίαιτα πτωχή σε ασβέστιο, η κατάχρηση αλκοόλ και καφέ, το κάπνισμα, η λήψη φαρμάκων (κορτιζόνη, θυροξίνη), και η έλλειψη σωματικής άσκησης.
Η οστεοπόρωση είναι συνήθως ένα σιωπηλό νόσημα και η διάγνωση συχνά τίθεται αφου ήδη έχει συμβεί ένα κάταγμα. Οι συχνότερες θέσεις που εμφανίζονται τα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι τα σπονδυλικά σώματα, το ισχίο και το περιφερικό άκρο της κερκίδας.
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης βασίζεται στη λήψη λεπτομερούς ιστορικού, τη φυσική εξέταση του ασθενούς, ενώ καθοριστικής σημασίας αποτελούν η οστική πυκνομετρία με τη μέθοδο DEXA και ο έλεγχος των βιοχημικών δεικτών οστικού μεταβολισμού.
Η αντιμετώπισή της στοχεύει αρχικά στην πρόληψη με επίτευξη όσο το δυνατόν κορυφαίας οστικής μάζας, ορμονική θεραπεία υποκατάστασης σε γυναίκες με πρόωρη εμμηνόπαυση, σωματική άσκηση, τροποποίηση των υγιεινοδιαιτητικών συνθηκών και τακτικό έλεγχο στις ομάδες υψηλού κινδύνου.
Για τη θεραπεία της νόσου χρησιμοποιούνται αντικαταβολικά ή οστεοαναβολικά φαρμακευτικά σκευάσματα.
Η αντιοστεοπορωτική αγωγή συνοδεύεται πάντα από χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D.