Ηπατίτιδα: Πως επηρεάζει τη γονιμότητα και την εγκυμοσύνη
Η ηπατίτιδα μπορεί να υπονομεύσει την αναπαραγωγική ικανότητα των νέων και να οδηγήσει σε αρνητικές εκβάσεις την εγκυμοσύνη, σύμφωνα με τα νεότερα ευρήματα πολλών μελετών.
Η ηπατίτιδα είναι φλεγμονή στο ήπαρ. Η φλεγμονή αυτή άλλοτε υποχωρεί μόνη της και άλλοτε με τη βοήθεια φαρμάκων. Σε πολλές περιπτώσεις όμως γίνεται χρόνια κατάσταση και μπορεί να εξελιχθεί σε ίνωση (ουλές), κίρρωση ή καρκίνο του ήπατος. Η πιο συχνή αιτία της είναι ορισμένοι ιοί (ιογενής ηπατίτιδα).
Μπορεί όμως να προκληθεί και από άλλες λοιμώξεις, τοξικές ουσίες (π.χ. αλκοόλ, ορισμένα φάρμακα) και αυτοάνοσες παθήσεις.
Οι ιοί που προκαλούν ηπατίτιδα είναι πέντε: οι A, B, C, D και E. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, οι ιοί αυτοί έχουν μεγάλη νοσηρότητα και θνησιμότητα, και μπορεί να προκαλέσουν μεγάλες επιδημίες.
Ειδικά ο ιός της ηπατίτιδας Β (HBV) και ο ιός της ηπατίτιδας C (HCV) οδηγούν σε χρόνια νόσο εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και αποτελούν την πιο συχνή αιτία κίρρωσης και καρκίνου του ήπατος.
Οι δύο αυτοί ιοί μεταδίδονται με το μολυσμένο αίμα ή με τα σωματικά υγρά που περιέχουν μολυσμένο αίμα.
Ο HBV μεταδίδεται και με τη σεξουαλική επαφή, ενώ οι πιθανότητες μετάδοσης του HCV με το σεξ χωρίς προφυλάξεις είναι μικρές. Για την ηπατίτιδα B υπάρχει εμβόλιο το οποίο προστατεύει από αυτήν σε ποσοστό πάνω από 95%. Για την ηπατίτιδα C δεν υπάρχει εμβόλιο, αλλά έχουν αναπτυχθεί πολύ αποτελεσματικά φάρμακα που έχουν πιθανότητα εκρίζωσης του ιού HCV πάνω από 90%.
Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας 200.000 άνθρωποι είναι φορείς της ηπατίτιδας Β και περίπου 100.000 της ηπατίτιδας C.
Η ηπατίτιδα Β
Όπως εξηγεί ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life, οι συγκεκριμένοι ιοί σχετίζονται με προβλήματα γονιμότητας, αλλά και με προβλήματα στην εγκυμοσύνη.
«Διεθνείς μελέτες έχουν δείξει ότι οι φορείς του ιού HBV έχουν 59% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν υπογονιμότητα, σε σύγκριση με τους υγιείς συνομηλίκους τους», λέει. «Η υπογονιμότητα στους άνδρες έχει διαπιστωθεί ότι σχετίζεται με μία πρωτεΐνη του ιού, η οποία μειώνει κατά περισσότερο από 50% την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων και τον ρυθμό γονιμοποίησης των ωαρίων. Η πρωτεΐνη αυτή επιτίθεται στην κυτταρική μεμβράνη των σπερματοζωαρίων, προκαλώντας τον θάνατο των κυττάρων ή σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητάς τους».
Ο ιός HBV επηρεάζει επίσης αρνητικά την σπερματογένεση, τα επίπεδα της ελεύθερης τεστοστερόνης στο αίμα του άνδρα, καθώς και τη μορφολογία των σπερματοζωαρίων, μειώνοντας ακόμα περισσότερο τις πιθανότητες αποκτήσεως παιδιού.
Αντίστοιχα στις γυναίκες, η μόλυνση με τον ιό HBV σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο προβλημάτων στις σάλπιγγες και στη μήτρα. Αυτό ίσως οφείλεται στο ότι ο ιός εξασθενεί το ανοσοποιητικό της γυναίκας και αυξάνει τις πιθανότητες λοίμωξης της πυέλου.
«Όταν ο ένας σύντροφος είναι μολυσμένος με τον ιό HBV, συνιστάται στον άλλο να εμβολιάζεται εναντίον της νόσου, για να αποφύγει τη μόλυνσή του με τη σεξουαλική επαφή», λέει ο Δρ. Βασιλόπουλος.
Η ηπατίτιδα C
Επιπτώσεις στη γονιμότητα μπορεί να έχει και η ηπατίτιδα C, σύμφωνα με μελέτες της τελευταίας δεκαετίας.
Ο ιός HCV μπορεί να προκαλέσει στατιστικά σημαντικές μειώσεις στον όγκο του σπέρματος και στον αριθμό των σπερματοζωαρίων, ενώ μπορεί να επηρεάσει αρνητικά και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων.
Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι αυξάνει τα σπερματοζωάρια με παθολογική μορφολογία. Ο αριθμός, η κινητικότητα και η μορφολογία των σπερματοζωαρίων αποτελούν τρεις σημαντικούς δείκτες της γονιμοποιητικής ικανότητας του σπέρματος.
Στις γυναίκες, η λοίμωξη με τον ιό HCV σχετίζεται με διαταραχές του έμμηνου κύκλου και με αυξημένο κίνδυνο πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας (πρόωρης εμμηνόπαυσης). Έχει επίσης βρεθεί ότι οι γυναίκες φορείς του HCV έχουν χαμηλή ωοθηκική εφεδρεία (χαμηλό αριθμό ωαρίων) που σχετίζεται με την υπογονιμότητα και με αρνητικές εκβάσεις της κύησης, όπως η θνησιγένεια, η αποβολή και ο διαβήτης κύησης.
«Όταν στο ζευγάρι είναι μολυσμένος ο ένας σύντροφος με τον ιό της ηπατίτιδας C, οι πιθανότητες σεξουαλικής μετάδοσης είναι μικρές. Ο ήδη μολυσμένος σύντροφος, όμως, πρέπει να κάνει θεραπεία για να εκριζωθεί ο ιός HCV από τον οργανισμό του», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος.
Η εγκυμοσύνη
Οι πιθανές επιπτώσεις των δύο ιών, όμως, δεν περιορίζονται στους φορείς τους. Σε περίπτωση εγκυμοσύνης μπορεί να υπάρξει πρόβλημα και στο μωρό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνιστάται από την αρχή της εγκυμοσύνης, στο πρώτο τρίμηνο, να εξετάζονται οι γυναίκες για τους δύο ιούς.
Αν η γυναίκα είναι θετική στον ιό της ηπατίτιδας Β (HBV) αλλά έχει χρόνια μορφή της νόσου, υπάρχει κίνδυνος να τον μεταδώσει στο μωρό κυρίως στη διάρκεια του τοκετού. Ωστόσο δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η καισαρική τομή μειώνει τον κίνδυνο αυτό. Επιπλέον, ο θηλασμός δεν αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσης του μωρού, εκτός κι αν υπάρχουν ανοικτές πληγές στις θηλές.
Ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού HBV στο νεογνό μειώνεται σημαντικά με τη χορήγηση ειδικής αγωγής (συνδυασμός του εμβολίου για την ηπατίτιδα Β με ειδική ανοσοσφαιρίνη).
Αν, όμως, η έγκυος παρουσιάσει οξεία ηπατίτιδα Β στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι πιθανότητες να μολυνθεί το έμβρυο μπορεί να φθάσουν έως το 80-90%. Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να υπάρξουν σοβαρές επιπλοκές, όπως κίνδυνος αποβολής αν η οξεία λοίμωξη συμβεί στο πρώτο τρίμηνο, πρόωρου τοκετού αν συμβεί στο τρίτο τρίμηνο, εμβρυϊκής ηπατίτιδας που μπορεί να απειλήσει το μωρό κ.λπ..
Αντίστοιχα, οι πιθανότητες να μεταδοθεί η ηπατίτιδα C από τη μητέρα στο έμβρυο είναι λίγες, περίπου 5-10%.
Και πάλι η μετάδοση είναι πιθανότερη κατά τον τοκετό, ενώ ο θηλασμός δεν είναι επικίνδυνος αρκεί να μην υπάρχουν πληγές στις θηλές.
Ωστόσο οι γυναίκες με προχωρημένη ηπατική νόσο εξαιτίας του ιού HCV διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών της εγκυμοσύνης, όπως η γέννηση μωρού με χαμηλό βάρος και η ανάγκη για νοσηλεία του σε Μονάδα Νεογνών.
«Τα ζευγάρια αναπαραγωγικής ηλικίας που επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά πρέπει να ενημερώνονται από τον γυναικολόγο ιατρό για τους κινδύνους από την ηπατίτιδα και να ελέγχονται γι’ αυτήν, ιδανικά πριν τη σύλληψη», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Αν, δε, υπάρξει ανάγκη για υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, αυτή πρέπει να εφαρμοστεί αφού γίνουν οι ενδεδειγμένες ενέργειες, ώστε να μειωθεί το ιϊκό φορτίο των φορέων».