Λοιμωξεις -Οξεία Παραρρινοκολπίτιδα
Οι λοιμώξεις αποτελούν σημαντικό παράγοντα νοσηρότητας και θνητότητας του πληθυσμού.
Στη χώρα μας επικρατεί η κατάχρηση των αντιβιοτικών, με συνέπεια την αντοχή των μικροβίων και ιδιαίτερα για το λόγο αυτό απαιτείται σωστή ενημέρωση για τις λοιμώξεις και έγκαιρη ιατρική εκτίμηση για τη λήψη της ενδεδειγμένης θεραπευτικής αγωγής.
Οξεία Παραρρινοκολπίτιδα
Μήπως τελικά ένα «μπούκωμα» που εμμένει πολλές ημέρες και συνοδεύεται από πονοκέφαλο να είναι ιγμορίτιδα;
Η οξεία παραρρινοκολπίτιδα, γνωστή και ως οξεία ιγμορίτιδα, είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της ρινικής κοιλότητας και τουλάχιστον ενός εκ των παραρρίνιων κόλπων.
Μεγαλύτερη ευαισθησία εμφανίζουν οι διαβητικοί ασθενείς, οι καπνιστές, οι ασθενείς με ιστορικό αλλεργικής ρινίτιδας, οι κολυμβητές, τα άτομα με ανατομικές ανωμαλίες του ρινικού διαφράγματος και οι ασθενείς με ανοσοανεπάρκεια.
Οι πιο συχνοί παθογόνοι μικροοργανισμοί, που ευθύνονται για τη νόσο, είναι ο ιός της γρίπης (Ιnfluenzavirus), ο ιός του κοινού κρυολογήματος (Rhinovirus), ο αιμόφιλος της γρίπης (H.Influenzae), ο πνευμονιόκοκκος (St.Pneumoniae) και τα αναερόβια και Gram αρνητικά βακτήρια, ειδικά σε άτομα με ιστορικό πρόσφατης νοσηλείας σε νοσοκομείο ή διαμονής σε οίκο ευγηρίας.
Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και με ανοσοκαταστολή δύναται να ανιχνευθεί λοίμωξη από ασπέργιλλο, με τη χαρακτηριστική μελανή κηλίδα στην υπερώα.
Τα αρχικά συμπτώματα της οξείας παραρρινοκολπίτιδας είναι κοινά με τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος: πταρμός, ρινόρροια, ρινική συμφόρηση και κεφαλαλγία. Ακολούθως, δύναται να εμφανισθεί αίσθημα βάρους και πληρότητας στα σημεία των παραρρίνιων κόλπων, πυώδης ρινική έκκριση, πυρετός και βήχας συνήθως παραγωγικός.
Ασθενείς που εμφανίζουν υψηλό πυρετό που εμμένει, διαταραχή του επιπέδου συνειδήσεως, περικογχικό οίδημα, διπλωπία ή/και ισχυρό άλγος στο πρόσωπο ή στην άνω γνάθο πρέπει να εκτιμηθούν άμεσα από ιατρό.
Η διάγνωση της οξείας παραρρινοκολπίτιδας γίνεται κλινικά ενώ οι νεότερες οδηγίες συνιστούν τη διενέργεια, εφόσον κριθεί αναγκαίο, αξονικής τομογραφίας του σπλαχνικού κρανίου. Πρόκεται για μια εξέταση με μεγάλη ευαισθησία αλλά μικρή ειδικότητα, επειδή δε μας επιτρέπει να απομονώσουμε τον αιτιολογικό παράγοντα.
Η διενέργεια απλής ακτινογραφίας του σπλαχνικού κρανίου δε συνιστάται πλέον, διότι αφενός δεν ανευρίσκουμε πάντοτε υδραερικό επίπεδο στα ιγμόρια και αφετέρου, δε δύναται να γίνει διαφοροδιάγνωση ανάμεσα σε οξεία και χρόνια παραρρινοκολπίτιδα.
Σε έντονη κλινική συμπτωματολογία, χωρίς ανταπόκριση στην φαρμακευτική αγωγή, συστήνεται η παρακέντηση (βιοψία) του άντρου από ΩΡΛ. Η καλλιέργεια ρινικού εκκρίματος θεωρείται πλέον αναξιόπιστη.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου είναι εξατομικευμένη, κατόπιν εκτιμήσεως των συμπτωμάτων, της διάρκειας της νόσου, της ύπαρξης επιπλοκών, της προηγηθείσας λήψεως αντιβιοτικής αγωγής και του ατομικού ιστορικού του ασθενούς.
Σε όλες τις περιπτώσεις ακολουθείται συντηρητική αγωγή με αποσυμφορητικά, αναλγητικά και πλύσεις με φυσιολογικό ορό. Επί βακτηριακής λοιμώξεως, και επί συγκεκριμένων αυστηρών κριτηρίων, χορηγείται επιπρόσθετα αντιβιοτική αγωγή, με συνηθέστερη επιλογή κάποιο φάρμακο από την ομάδα των β-λακταμών ή μιας αναπνευστικής κινολόνης.