Πνευμονία
Μπορεί το βαρύ κρυολόγημα, ο βήχας και ο πυρετός που διαρκούν αρκετές ημέρες να είναι κάτι σοβαρότερο;
Η πνευμονία αποτελεί μια σοβαρή κλινική κατάσταση, την οποία καλείται συχνά να διαγνώσει και να αντιμετωπίσει ο ειδικός παθολόγος στο ιατρείο του. Πρόκειται για οξεία λοίμωξη του πνευμονικού παρεγχύματος, η οποία δύναται να συνυπάρχει με φλεγμονή των βρόγχων, πάθηση γνωστή ως βρογχοπνευμονία.
Αναφερόμαστε σε πνευμονία της κοινότητας όταν αφορά σε ασθενείς που δε διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και δεν έχουν νοσηλευθεί σε νοσοκομείο έως και δύο εβδομάδες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων. Ο διαχωρισμός από τη νοσοκομειακή πνευμονία είναι σημαντικός, καθώς αποτελεί βασικό κριτήριο για την ομάδα αντιμικροβιακών φαρμάκων που θα χορηγήσουμε.
Όταν υποψιαζόμαστε πνευμονία πρέπει να αναζητήσουμε την παρουσία τουλάχιστον δυο συμπτώματων εκ των παρακάτω, ήτοι πυρετό ή υποθερμία, ρίγη, εφιδρώσεις, πρωτοεμφανιζόμενο βήχα ή αλλαγή του χαρακτήρα σε ασθενείς με προϋπάρχων χρόνιο βήχα, πλευριτικού τύπου άλγος και εμφάνιση οξείας δύσπνοιας.
Σημειώνεται ότι ορισμένοι ασθενείς δύναται να έχουν μη ειδικά συμπτώματα, όπως αρθραλγίες, μυαλγίες, κοιλιακό άλγος, κόπωση, κεφαλαλγία και ανορεξία.
Οι παθογόνοι μικροοργανισμοί που σχετίζονται συχνότερα με πνευμονία της κοινότητας είναι ο πνευμονιόκοκκος (St. Pneumoniae) και ο αιμόφιλος (H. Influenzae).
Το μυκόπλασμα (M. Pneumoniae) προκαλεί σποραδικές επιδημίες ενώ η λεγιονέλλα (L. Pneumoniae) προκαλεί πνευμονία, γνωστή ως νόσος των λεγεωναρίων, διαμέσου κλιματιστικών μονάδων που δεν έχουν συντηρηθεί σωστά. Φυσικά, πνευμονία μπορούν να προκαλέσουν και ιοί, όπως για παράδειγμα ο ιός της γρίπης (Influenzae) και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV).
Η διάγνωση της πνευμονίας, στο ιατρείο, γίνεται δια της αντικειμενικής εξέτασης, επιμελούς ακρόασης των πνευμόνων και της λήψεως του ατομικού αναμνηστικού. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, ζητείται επιπλέον ακτινογραφία θώρακος σε πρόσθια (Face) και πλάγια (Profile) θέση.
Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την οξεία βρογχίτιδα, την έξαρση προϋπάρχουσας χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ), την πνευμονική εμβολή και την καρδιακή ανεπάρκεια.
Η θεραπεία της πνευμονίας στηρίζεται στην αρχική εκτίμηση της βαρύτητας της νόσου, βασιζόμενοι στην κλίμακα CURB-65, και στην απόφαση αντιμετώπισης της νόσου στο σπίτι ή στο νοσοκομείο.
Σε βακτηριακές πνευμονίες χορηγείται αντιβιοτικό φάρμακο από την ομάδα των β-λακταμών σε συνδυασμό με ένα μακρολίδιο. Η λήψη μιας αναπνευστικής κινολόνης αποτελεί εναλλακτική επιλογή. Σημειώνεται η ανθεκτικότητα στην Ελλάδα κατά 30% περίπου του πνευμονιοκόκκου στα μακρολίδια, οπότε και δε συνιστάται ως μονοθεραπεία.
Σε περίπτωση πνευμονίας από τον ιο της γρίπης απαιτείται η χορήγηση αντιικής θεραπείας. Αναμένεται καλύτερη δράση εφόσον χορηγηθεί εντός 24-48 ωρών από την έναρξη των συμπτωμάτων.
Για την πρόληψη της πνευμονίας συνιστάται ο ετήσιος αντιγριπικός εμβολιασμός και ο εμβολιασμός για πνευμονιόκοκκο, με βάση τα διεθνή κριτήρια ταξινόμησης και επιλογής των ασθενών. Συζητείστε με τον ιατρό σας αν και πότε πρέπει να εμβολιαστείτε.