Χρόνια κόπωση του ανδρικού γεννητικού συστήματος:
Η ldl χοληστερόλη, η λιποπρωτεΐνη Α και η ομοκυστεΐνη, είναι τρείς ουσίες που διερευνώνται σε περιπτώσεις μη ψυχογενούς κόπωσης και η μέτρησή τους συχνά αμελείται.
Η χρόνια κόπωση του ανδρικού γεννητικού συστήματος χαρακτηρίζεται από εύκολη κόπωση κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα, από αδυναμία στύσης ή από αδυναμία επίτευξης ικανοποιητικής στύσης.
Το γεννητικό αρτηριακό ενδοθήλιο είναι ιστός που ευρίσκεται στο εσωτερικό τοίχωμα των αρτηριών του ανδρικού γεννητικού συστήματος.
Η ομαλή λειτουργία του ενδοθηλίου είναι πολύ σημαντική για την καλή στύση.
Προϋπόθεση της επαρκούς στύσης είναι η αύξηση της ροής του αίματος, φαινόμενο που εγκαθίσταται μετά την πλήρη χάλαση των αρτηριών και των λείων μυϊκών ινών των σωμάτων του πέους.
Το μονοξείδιο του αζώτου ΝΟ, ουσία που εκκρίνεται από το άθικτο ενδοθήλιο συντελεί στο φαινόμενο αυτό της χάλασης, ενώ η επάρκεια της ελαστικότητας και διασταλτικής ικανότητας του αγγείου επιτυγχάνεται με την διατήρηση της ακεραιότητας της ανατομικής δομής του ενδοθηλίου.
Το άθικτο ενδοθήλιο εκκρίνει επιπρόσθετα ένα σύνολο ουσιών (π.χ. ενδοθηλίνη), που έχουν κεντρικό ρόλο στην τοπική διατήρηση της ευαίσθητης βιοχημικής ισορροπίας.
Εκτός από τις ανδρικές ορμόνες, τρεις χημικές ουσίες του αίματος, η LDL χοληστερόλη, η ομοκυστεΐνη και η λιποπρωτεινη Α η μέτρηση των οποίων συχνά αμελείται, έχουν κομβικό ρόλο στην φυσιολογική στύση. Η αύξηση των ουσιών αυτών στον οργανισμό του άντρα οδηγεί στην εμφάνιση δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου.
Η παθολογική αυτή κατάσταση χαρακτηρίζεται από την προοδευτική ανάπτυξη μιας ιδιότυπης φλεγμονώδους αντίδρασης στην περιοχή του ενδοθηλίου.
Λιποπρωτεΐνες LDL, παράγοντες φλεγμονής αυξητικοί παράγοντες λευκά αιμοσφαίρια λεία μυϊκά κύτταρα και ινώδη στοιχεία συρρέουν τοπικά. Ενεργές μορφές οξυγόνου (ρίζες οξυγόνου) που παράγονται, εξουδετερώνουν το φυσιολογικά παραγόμενο από το ενδοθήλιο μονοξείδιο του αζώτου που έχει κομβικό ρόλο στην ομαλή στύση. Επιπρόσθετα, χημικές ουσίες που παράγονται με την φλεγμονή, καταστρέφουν πλειάδα ενδοθηλιακών κυττάρων.
Α. LDL ΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΗ
Η χοληστερόλη είναι μια ουσία που βρίσκεται φυσιολογικά στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού.
Υπάρχουν δύο τύποι χοληστερόλης:
αυτή που βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (LDL) και αυτή που βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (HDL).
Όταν αυξάνεται η LDL και συντρέχουν ένας ή περισσότεροι από ορισμένους βλαπτικούς για το ενδοθήλιο των αγγείων παράγοντες (π.χ. κακή κληρονομικότητα, αυξημένη πίεση αίματος, αυξημένο σάκχαρο, κάπνισμα), λιποπρωτεΐνες LDL συρρέουν στον έσω χιτώνα της αρτηρίας, όπου υφίστανται βιοχημικές τροποποιήσεις (π.χ. οξείδωση, μη ενζυματική γλυκοζυλίωση), ενώ αναπτύσσεται μια ιδιότυπη φλεγμονώδης αντίδραση που χαρακτηρίζει την δυσλειτουργία του ενδοθηλίου.
Κοινοί παράγοντες και νοσήματα που προκαλούν αυξημένα επίπεδα LDL:
- Η κακή διατροφή που είναι πλούσια σε ζάχαρη κορεσμένα και transλιπαρά
- Η παχυσαρκία
- Κληρονομικοί παράγοντες
- Η φθορά του χρόνου
- Ορμονικές διαταραχές (π.χ. υποθυρεοειδισμός)
- Το νεφρωσικό σύνδρομο
- Παθήσεις ήπατος, χοληφόρων
- Ορισμένες μορφές νευρικής ανορεξίας
- Φάρμακα
- Μεταβολικές διαταραχές (π.χ. διαβήτης)
Β. LPA
Οι λιποπρωτεΐνες είναι συμπλέγματα πρωτεϊνών και λιπιδίων, τα οποία είναι απαραίτητα για τη μεταφορά της χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων και λιποδιαλυτών βιταμινών προς και από τους ιστούς, μέσω των υγρών του σώματος (αίμα, λέμφος, διάμεσο υγρό).
Η πυκνότητα της λιποπρωτεΐνης καθορίζεται από την ποσότητα των λιπιδίων ανά σωμάτιο.
Η λιποπρωτεΐνη Α, LpA, είναι μια χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη του αίματος που περιέχει μια ειδική πρωτεΐνη, την απολιποπρωτεΐνη A (αpoA).
H αpoA συντίθεται στο ήπαρ, το οποίο αποτελεί και την κύρια θέση κάθαρσης της LpA. H LpA σύμφωνα με μελέτες, τροποποιεί την ινωδόλυση και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (π.χ. κάπνισμα, αυξημένη χοληστερόλη LDL, διαβήτη, μεταβολικό σύνδρομο, υπέρταση) προάγει την αθηρωμάτωση και την δυσλειτουργία του ενδοθηλίου.
Τα βασικότερα αίτια αύξησης της LpA είναι:
- Νοσήματα νεφρών (π.χ. νεφρική ανεπάρκεια)
- Ορισμένες ορμονικές διαταραχές και διαταραχές παραγόντων μεταβολισμού (π.χ. διαβήτης)
- Φλεγμονές (π.χ. λοιμώξεις)
- Λήψη ορισμένων φαρμάκων (π.χ. λήψη αυξητικής ορμόνης)
- Δυσμενής κληρονομικότητα.
H LpA σύμφωνα με μελέτες, τροποποιεί την ινωδόλυση και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (π.χ. κάπνισμα, αυξημένη χοληστερόλη LDL, διαβήτη, μεταβολικό σύνδρομο, υπέρταση) προάγει την αθηρωμάτωση και την δυσλειτουργία του ενδοθηλίου.
Γ. ΟΜΟΚΥΣΤΕΙΝΗ
Η ομοκυστεΐνη (HCY) είναι αμινοξύ που προέρχεται από το μεταβολισμό της μεθειονίνης με τη συμμετοχή των βιταμινών του συμπλέγματος Β κοβαλαμίνη, φολικό οξύ, πυριδοξίνη και ριβοφλαβίνη. Ο ομαλός μεταβολισμός της ομοκυστεΐνης συγκρατεί το αμινοξύ σε χαμηλά επίπεδα στους ιστούς και το αίμα.
Η άθροιση του αμινοξέος στου ιστούς και στο αίμα (υπερομοκυστιναιμία) από παθοφυσιολογική άποψη, προκαλείται από ανεπάρκεια ενζύμων που εμπλέκονται στο μεταβολισμό του, από ανεπαρκή πρόσληψη ή κακή απορρόφηση ορισμένων βιταμινών, από υπερπαραγωγή αμινοξέος, από διαταραχή της απεκκριτικής λειτουργίας του νεφρού, από παρουσία τοξικών ουσιών που παρεμβαίνουν στο μεταβολισμό ή διαταραχή σε ορμόνες που επηρεάζουν το μεταβολισμό του αμινοξέος.
Συνήθεις παθολογικοί παράγοντες και νοσήματα που προκαλούν αύξηση της oμοκυστεΐνης είναι (ενδεικτική αναφορά):
- Η κατανάλωση αλκοόλ
- Η δυσμενής κληρονομικότητα
- Η νόσος Alzheimer
- Ο υποθυρεοειδισμός
- Η ανεπάρκεια βιταμινών
Η αύξηση της ομοκυστεΐνης δεν έχει εμφανή συμπτώματα, σε αρκετές όμως περιπτώσεις, ο πάσχων κινδυνεύει από σοβαρές επιπλοκές. Η oμοκυστεΐνη συντελεί στην πρόκληση βλάβης στο αγγειακό ενδοθήλιο και στον σχηματισμό θρόμβων.