Αιμορραγικές παθήσεις
Με τον όρο αιμορραγία νοείται η απώλεια αίματος από τα αγγεία του σώματος, τα οποία χωρίζονται σε φλέβες, αρτηρίες και τριχοειδή αγγεία. Ανάλογα με τη θέση προέλευσης της διαφυγής αίματος, οι αιμορραγίες διαιρούνται σε φλεβική, αρτηριακή και τριχοειδική αιμορραγία.
Η διάκριση αυτή είναι σημαντική καθώς ανάλογα με το είδος της αιμορραγίας ποικίλει και ο βαθμός επικινδυνότητας, που αυτή ενέχει. Παρατηρώντας ο ειδικός το είδος του αίματος που τρέχει από την πληγή, το χρώμα του και τον τρόπο διαφυγής είναι σε θέση να εντοπίσει και τη θέση της αιμορραγίας. Αν για παράδειγμα το αίμα που εκλύει η πληγή έχει χρώμα έντονο κόκκινο και η διαρροή του είναι έντονη ή και ρυθμική, τότε οι ειδικοί μπορούν να συμπεράνουν ότι έχουν να αντιμετωπίσουν ένα περιστατικό αρτηριακής αιμορραγίας.
Η εκδήλωση μιας αιμορραγίας μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες.
Συνήθης περίπτωση αιμορραγίας είναι η αιμορραγία που προέρχεται από έναν τραυματισμό.
Κύριο μέλημα του ειδικού που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το περιστατικό του τραυματισμού είναι να θέσει άμεσα υπό έλεγχο την αιμορραγία, προκειμένου να περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό την απώλεια αίματος, αλλά και να φροντίσει για τη σωστή παρακολούθηση και αγωγή του τραύματος.
Πιο πολύπλοκες είναι οι περιπτώσεις αιμορραγιών που αποτελούν σύμπτωμα ή αποτέλεσμα άλλης ασθένειας.
Οι ασθένειες αυτές που προκαλούν αιμορραγίες μπορεί να είναι κληρονομικές ή και επίκτητες.
Στις περιπτώσεις των κληρονομικών νοσημάτων, η αιμορραγικές τάσεις εκδηλώνονται από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του ατόμου, συχνά ακόμα και κατά τη γέννηση.
Το πιο γνωστό παράδειγμα κληρονομικής αιμορραγικής προδιάθεσης είναι η αιμορροφιλία ή αιμοφιλία.
Αποτελεί ουσιαστικά πάθηση που εντοπίζεται στην αδυναμία του οργανισμού να ελέγξει το μηχανισμό πήξης του αίματος.
Η αιμορροφιλία οφείλεται σε ανωμαλία των γονιδίων του χρωμοσώματος Χ (φυλοσύνδετο γονίδιο), ως εκ τούτου κληρονομείται από τη μητέρα και συναντάται πιο συχνά στους άνδρες.
Δύο είναι οι τύποι της νόσου και οφείλονται στην απουσία παραγόντων πήξεως VIII ή IX.
Άλλο παράδειγμα κληρονομικής αιμορραγικής πάθησης είναι η νόσος von Willebrand, που συναντάται συχνότερα και έχει ήπια σχετικά συμπτωματολογία.
Ο παράγοντας von Willebrand (vW) συνεπικουρεί τα αιμοπετάλια στη διαδικασία συγκόλλησης κατά το πρώτο στάδιο της αιμόστασης.
Στους πάσχοντες από τη νόσο η διαδικασία αυτή δεν ολοκληρώνεται έγκαιρα με αποτέλεσμα να καθυστερεί και ο έλεγχος της αιμορραγίας.
Πέρα όμως από τις κληρονομικές παθήσεις υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η διαδικασία της αιμόστασης επηρεάζεται αρνητικά, ως αποτέλεσμα ηπατικών παθήσεων, μολύνσεων ή έλλειψης βιταμίνης Κ, που παίζει σημαντικό ρόλο στην πήξη του αίματος.
Η λήψη φαρμάκων, όπως η ασπιρίνη, ή τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, αλλά και οι διατροφικές διαταραχές μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά τη διαδικασία της αιμόστασης και την ενεργοποίηση των παραγόντων της πήξης του αίματος, δημιουργώντας έτσι ένα τύπο επίκτητης αιμορραγικής πάθησης.
Άλλη αιτία εκδήλωσης αιμορραγικών παθήσεων σχετίζεται με τη συγκέντρωση αιμοπεταλίων στο αίμα. Η ύπαρξη μικρού αριθμού αιμοπεταλίων, που μπορεί να προκύψει λόγω προβληματικής για παράδειγμα λειτουργίας του μυελού των οστών, μπορεί να οδηγήσει σε αιμορραγίες.
Επίσης ανωμαλίες στη λειτουργία των αιμοπεταλίων, που μπορεί να οφείλονται σε κληρονομικές παθήσεις ή να είναι αποτέλεσμα σοβαρών ασθενειών, όπως νεφρική ανεπάρκεια ή λευχαιμία μπορούν να οδηγήσουν στην εκδήλωση αιμορραγιών.
Στις περιπτώσεις που εντοπίζονται αιμορραγικές εκδηλώσεις είναι σημαντικό να διεξάγονται λεπτομερείς εργαστηριακές εξετάσεις κατόπιν εξειδικευμένης ιατρικής καθοδήγησης, προκειμένου να καθορίζονται και να αντιμετωπίζονται άμεσα τα αίτια εκδήλωσης των αιμορραγιών.