“Καλή” και “κακή” χοληστερίνη, τι είναι;
Το τελευταίο διάστημα φαίνεται να απασχολεί πολύ το θέμα της χοληστερίνης ,ποιά είναι τα επιθυμητά επίπεδα στον οργανισμό,τι μπορεί να προκαλέσει και αρκετά άλλα ερωτήματα.Αναφερόμενος λοιπόν στην χοληστερίνη των ενηλίκων-γιατί στα παιδιά οφείλουμε να λάβουμε υπόψη και άλλους παράγοντες-πρέπει να ξέρουμε τα παρακάτω :
Το επίπεδο της χοληστερίνης είναι ένας σημαντικός δείκτης για την υγεία της καρδιάς.
Η χοληστερόλη είναι ένα λιπίδιο που παράγεται στο ήπαρ και έχει ορισμένες λειτουργίες, μεταξύ των οποίων ότι βοηθά στην παραγωγή των κυττάρων του σώματος(αυτός είναι και ο λόγος που στα παιδιά δεν επιθυμούμε πολύ χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης).
Αυτά τα λιπίδια μεταφέρονται μέσω της ροής του αίματος, προσκολλημένα στις πρωτεΐνες. Αυτές οι πρωτεΐνες ονομάζονται λιποπρωτεΐνες.
Χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL):
Τα υψηλά επίπεδα LDL συγκεντρώνονται στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων σε όλο τον οργανισμό και έτσι δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για την δημιουργία θρόμβου ή την εναπόθεση άλλων παραγόντων του αίματος και την περαιτέρω αύξηση της στένωσης , προκαλώντας έτσι καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Γι’ αυτό και αυτή η χοληστερόλη αναφέρεται ως «κακή».
Υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL):
Αυτό το είδος είναι η «καλή» χοληστερόλη. Η HDL παίρνει την περίσσεια χοληστερόλη στο αίμα και την πηγαίνει στο συκώτι, όπου καταστρέφεται και αποβάλλεται από τον οργανισμό.
Η υψηλή HDL έχει συσχετιστεί με χαμηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο.
Αν έχετε υψηλή LDL και χαμηλή HDL, ο γιατρός σας σε πρώτο στάδιο θα εστιάσει στο να περιορίσει την LDL.
Η φαρμακευτική αγωγή που συνήθως χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός είναι οι στατίνες.
Ποιο είναι το ιδανικό επίπεδο της HDL;
Άνδρες: Λιγότερο από 40 mg/dL (1.0 mmol/L)– Σε κίνδυνο
60 mg/dL (1.6 mmol/L) ή παραπάνω – Σε φυσιολογικό επίπεδο
Γυναίκες: Λιγότερο από 50 mg/dL (1.0 mmol/L) – Σε κίνδυνο
60 mg/dL (1.6 mmol/L) ή παραπάνω – Σε φυσιολογικό επίπεδο
Οι άνθρωποι που έχουν από τη φύση τους υψηλότερα επίπεδα HDL χοληστερόλης κινδυνεύουν λιγότερο από καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό επεισόδιο. Ωστόσο, δεν είναι απολύτως σαφές αν είναι το ίδιο αποτελεσματικό όταν αυτό το υψηλό επίπεδο έχει επιτευχθεί μέσω φαρμακευτικής αγωγής. Αλλαγές στον τρόπο ζωής όπως η τακτική σωματική άσκηση, η διακοπή του καπνίσματος και η υιοθέτηση υγιεινής διατροφής μπορούν να αυξήσουν την HDL και να μειώσουν έτσι, τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής.
Η φαρμακευτική αγωγή που στοχεύει στην αύξηση της HDL δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα ότι μειώνει τα ποσοστά καρδιακής προσβολής.
H HDL είναι συνήθως πιο χαμηλή σε ανθρώπους που πάσχουν από μεταβολικό σύνδρομο- μια ομάδα ασθενειών που περιλαμβάνει την παχυσαρκία, την αυξημένη αρτηριακή πίεση και το αυξημένο σάκχαρο στο αίμα.
Η άσκηση εκτός του ότι θα σας βοηθήσει να χάσετε βάρος, επιπλέον, θα μειώσει τα τριγλυκερίδια και θα αυξήσει την HDL. Τα οφέλη είναι κιόλας ορατά με μόλις 60’ ήπιας αεροβικής άσκησης τη βδομάδα.
Όσον αφορά στη διατροφή, πρέπει να αποφεύγετε τα «κακά» λιπαρά (καθώς αυξάνουν την LDL χοληστερόλη και μειώνουν την HDL), και το αλκοόλ (το οποίο προσθέτει βάρος και αυξάνει την αρτηριακή πίεση και το επίπεδο τριγλυκεριδίων).
Παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη χοληστερίνης
Υπάρχουν παράγοντες που ενισχύουν και ίσως πυροδοτούν την ανάπτυξη κακής χοληστερίνης στο αίμα.
1./Η πτωχή σε θρεπτικά συστατικά διατροφή είναι ο μείζων παράγοντας κινδύνου, αφού η τακτική κατανάλωση κορεσμένων και τρανς λιπαρών που βρίσκονται μέσα σε δημοφιλή προϊόντα του εμπορίου μπορεί να αυξήσει το επίπεδο κακής χοληστερόλης. Επίσης, τρόφιμα με υψηλή χοληστερόλη όπως το κόκκινο κρέας και τα πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα θα αυξήσουν τη συνολική χοληστερόλη.
2./Η παχυσαρκία είναι εξίσου σημαντική. Έχοντας Δείκτη Μάζας Σώματος 30 ή και περισσότερο, τίθεστε αυτομάτως σε ομάδα υψηλού κινδύνου. Το μέγεθος της περιφέρειας μέσης είναι σημαντικό, καθώς όσο μεγαλύτερο είναι τόσο πιο επιβλαβές είναι. Για τους άνδρες αυτό ισχύει για την περιφέρεια μέσης άνω των 102 εκατοστών και για τις γυναίκες άνω των 89 εκατοστών.
3./Η έλλειψη σωματικής άσκησης θα μειώσει την HDL, δηλαδή την «καλή» χοληστερίνη, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η LDL, δηλαδή η κακή χοληστερίνη.
4./Το κάπνισμα καταστρέφει το τοίχωμα των αιμοφόρων αγγείων, δημιουργώντας συσσώρευση λιπαρών καταλοίπων, ενώ παράλληλα περιορίζει το επίπεδο καλής χοληστερόλης.
5./Η ύπαρξη σακχαρώδους διαβήτη προκαλεί προβλήματα και στην LDL χοληστερόλη, την οποία αυξάνει. Το υψηλό επίπεδο σακχάρου στο αίμα καταστρέφει και τις αρτηρίες.
6./Οικογενοιακό ιστορικό.Συχνά παρατηρούμε ασθενείς που ακολουθούν υγιεινό τρόπο ζωής και όμως εμφανίζουν υψηλές τιμές χοληστερίνης.
Πώς γίνεται η διάγνωση της χοληστερίνης
Η υψηλή χοληστερίνη δεν έχει εμφανή και σαφή συμπτωματολογία.
Οι αιματολογικές εξετάσεις είναι ο μόνος τρόπος να ανιχνευθεί η υψηλή χοληστερίνη.
Οι εξετάσεις συνιστάται να επαναλαμβάνονται τουλάχιστον κάθε 5 χρόνια.
Αν, ωστόσο, τα αποτελέσματα των εξετάσεων δεν είναι τα επιθυμητά και τα ευρήματα είναι παθολογικά, θα χρειαστεί να γίνει συχνότερα μια επανεξέταση. Τακτικός έλεγχος απαιτείται και όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό υψηλής χοληστερίνης, καρδιαγγειακής νόσου, υψηλής αρτηριακής πίεσης, σακχαρώδους διαβήτη κ.ά.
Στον αιματολογικό έλεγχο συμπεριλαμβάνεται η εξέταση της ολικής χοληστερόλης, της LDL, της HDL και των τριγλυκεριδίων. Πριν από την προγραμματισμένη αιματολογική εξέταση θα πρέπει να απέχετε από το φαγητό και τα ροφήματα (πλην του νερού) για 9-12 ώρες, ώστε να μην αλλοιωθεί το αποτέλεσμα.
Γιατί είναι σημαντικός ο αθηρωματικός δείκτης;
Για να υπολογιστεί ο κίνδυνος ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου χρησιμοποιούμε τον αθηρωματικό δείκτη.
Ο αθηρωματικός δείκτης υπολογίζεται διαιρώντας την HDL-καλή χοληστερίνη με τη συνολική χοληστερίνη.
Η αποδεκτή αναλογία είναι 3.5 προς 1. Μια υψηλότερη αναλογία υποδεικνύει υψηλό κίνδυνο καρδιοπάθειας.
Η μη-HDL χοληστερόλη αφαιρεί την HDL από τη συνολική χοληστερόλη.
Έτσι, περιέχει όλη την «κακή» χοληστερόλη. Το ιδανικό επίπεδο μη-HDL χοληστερόλης είναι λιγότερο από 130 mg/dL. Τα υψηλότερα ποσοστά υποδεικνύουν κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.
Τι συμβαίνει αν ο αθηρωματικός δείκτης είναι υπερβολικά χαμηλός;
Η υψηλή χοληστερίνη αυξάνει τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο.
Η χαμηλότερη χοληστερίνη είναι συνήθως καλύτερη, ωστόσο σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις η πολύ χαμηλή LDL ή η χαμηλή συνολική χοληστερίνη συνδέεται με κάποια προβλήματα υγείας.
Μέχρι στιγμής δεν έχουν διεξαχθεί ασφαλή και τεκμηριωμένα συμπεράσματα στη σύνδεση της χαμηλής χοληστερίνης με τους κινδύνους υγείας.
Σε γενικές γραμμές, η LDL θεωρείται υπερβολικά χαμηλή όταν είναι μικρότερη από 40 mg/dL.
Αν και ο κίνδυνος είναι εξαιρετικά μικρός, τα πολύ μικρά ποσοστά LDL σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, στεφανιαίας νόσου, αιμορραγικού εγκεφαλικού επεισοδίου, κατάθλιψης, άγχους, πρόωρου τοκετού και ελλιποβαρούς νεογνού αν το πρόβλημα εντοπίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμη ο πραγματικός κίνδυνος από τη χαμηλή LDL, ενώ κάποιοι επιστήμονες το αμφισβητούν, καθώς δεν είναι σαφές αν η χαμηλή LDL προκαλεί το πρόβλημα ή αν η ύπαρξη του ίδιου του προβλήματος είναι αυτή που οδηγεί σε χαμηλή LDL.
Αυτό που έχει σίγουρα αποδειχθεί είναι ότι η υψηλή χοληστερίνη προκαλεί σοβαρά προβλήματα, ειδικά σε ανθρώπους με καρδιοπάθειες ή σε ομάδες υψηλού κινδύνου να νοσήσουν. Σε κάθε περίπτωση, αρμόδιος για τη χορήγηση θεραπείας για τη χοληστερίνη ή για αλλαγές στην ήδη χορηγούμενη αγωγή είναι ΜΟΝΟ ο γιατρός.
Πηγές :
http://www.mayoclinic.org/