Κυτταρομεγαλοϊός (CMV)
CMV ΛΟΙΜΩΞΗ
Ο Κυτταρομεγαλοϊός (CMV) είναι ένας κοινός ιός που ανήκει στην οικογένεια των ερπητοϊών, δηλαδή στην ίδια οικογένεια ιών που προκαλούν την ανεμοβλογιά, τον έρπητα ζωστήρα, τον έρπητα των χειλιών ή του στόματος, των γεννητικών οργάνων. Οι ιοί αυτοί έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό, ότι μπορούν να παραμείνουν σε λανθάνουσα κατάσταση στο σώμα μας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι άνθρωποι και οι πίθηκοι χρησιμεύουν ως φυσικοί ξενιστές.
Ο ιός αυτός δύναται να προσβάλλει ανθρώπους σε όλες τις ηλικίες, ενώ μπορεί επιπλέον να μολύνει το έμβρυο προκαλώντας σοβαρές, εκ γενετής, βλάβες.
Η συχνότητα των ατόμων που μολύνονται αυξάνεται με την ηλικία, και είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες από ότι στους άνδρες.
Τρόπος μετάδοσης
Ο ιός μπορεί να βρίσκεται σε σίελο, ούρα, αίμα, σπέρμα, κολπικά υγρά, κόπρανα και μητρικό γάλα μολυσμένων ατόμων. Δύναται να μεταδοθεί με στενή επαφή (φιλί ή σεξουαλική επαφή), με μεταμόσχευση οργάνων από οροθετικό δότη, κάθετα από τη μητέρα στο κύημα, καθώς και με μετάγγιση μολυσμένου αίματος.
Κλινική εικόνα
Στους ενήλικες, αλλά και σε μεγαλύτερα παιδιά, η μόλυνση από τον κυτταρομεγαλοϊό, συνήθως δεν προκαλεί ιδιαίτερα προβλήματα με την προϋπόθεση ότι ο ασθενής δεν ανήκει σε ευπαθή ομάδα του γενικού πληθυσμού.
Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις μόλυνσης δεν υπάρχουν συμπτώματα, ο χρόνος επώασης υπολογίζεται ότι κυμαίνεται από 3 μέχρι 12 εβδομάδες.
Συνήθως εκδηλώνεται ελαφρά με κλινική εικόνα, η οποία μοιάζει με αυτή της λοιμώδους μονοπυρήνωσης.
Σε αυτή περιλαμβάνονται πυρετός, φαρυγγαλγία, καταβολή και αδυναμία, διόγκωση αμυγδαλών, ενώ μπορεί να ανευρεθεί ηπατομεγαλία και διαταραχή της ηπατικής βιοχημείας.
Σε περιπτώσεις μεγάλης ανοσοκαταστολής όπως σε AIDS, μετά από μεταμόσχευση συμπαγούς οργάνου, όπου δίνονται ανοσοκατασταλτικά φάρμακα για μεγάλο διάστημα, σε λήψη κορτιζόνης για μεγάλα χρονικά διαστήματα,
η συμπτωματολογία μπορεί να είναι κατά πολύ πιο έντονη. Σε αυτή περιλαμβάνεται η ηπατίτιδα και οξεία ηπατική ανεπάρκεια, η διάμεση πνευμονία, η αμφιβληστροειδίτιδα, καθώς και γαστρεντερικές εκδηλώσεις.
Η λοίμωξη αυτή σε ασθενείς με ανοσοκαταστολή μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε απόρριψη μοσχεύματος ή και στο θάνατο.
Διάγνωση
Η διάγνωση γίνεται μέσα από την αναζήτηση αντισωμάτων έναντι του ιού. Ανιχνεύονται τα ειδικά για τον κυτταρομεγαλοϊό IgG και IgM αντισώματα (αντι-CMV IgG και αντι-CMV IgM). Η ανίχνευση των IgM αντισωμάτων και η απουσία των IgG αντισωμάτων υποδηλώνει πρόσφατη λοίμωξη (τα IgM αντισώματα παράγονται αμέσως μετά τη μόλυνση και παραμένουν σε υψηλούς τίτλους για 3 με 4 μήνες), ενώ τα IgG αντισώματα εμφανίζονται αργότερα και διαρκούν δια βίου. Η ανίχνευση των IgG αντισωμάτων σε συνδυασμό με την απουσία των IgM αντισωμάτων, υποδηλώνει ότι η λοίμωξη είναι παλιά.
Για τη διάγνωση προσβολής κάποιου οργάνου από τον ιό, μπορεί να απαιτούνται κατευθυνόμενες εξετάσεις, όπως βρογχοσκόπηση με λήψη δείγματος σε περίπτωση για παράδειγμα διάμεσης πνευμονίας.
Θεραπεία
Υπάρχουν αντιιικά φάρμακα που είναι αποτελεσματικά κατά του κυτταρομεγαλοϊού, όπως η γανκυκλοβίρη.
Τα φάρμακα αυτά, ωστόσο χρησιμοποιούνται σε ασθενείς με επιβεβαιωμένη και σοβαρή μόλυνση από τον κυτταρομεγαλοϊό, με σοβαρή ανοσοκαταστολή και σε νεογέννητα που εκδηλώνουν σημεία μόλυνσης από τον κυτταρομεγαλοϊό.
Δεν υπάρχει εμβόλιο διαθέσιμο αυτή τη στιγμή.
Πρόληψη
Απαραίτητη προϋπόθεση για πρόληψη του ιού είναι η καλή ατομική και συλλογική υγιεινή. Αυτή άλλωστε είναι η βασική αρχή για την πρόληψη όλων των ιογενών λοιμώξεων. Σε περιπτώσεις μετάγγισης αίματος και μεταμόσχευσης οργάνων, ο έλεγχος πρέπει να πραγματοποιείται από τα αρμόδια υγειονομικά τμήματα.
Πηγές: CDC, Ε.Ε.Λ