Γιατί απιστούν οι άνθρωποι;
Πρόκειται για ένα ερώτημα που δεν έχει ξεκαθαριστεί, διότι οι περισσότερες μελέτες ρωτούν τους ανθρώπους για τα κίνητρα της απιστίας τους εκ των υστέρων. Για παράδειγμα, όσοι δηλώνουν ότι το κίνητρό τους ήταν η έλλειψη προσοχής ή η μειωμένη ερωτική επιθυμία, συνήθως συγκρίνουν τη προσοχή και τη σεξουαλική ορμή που αισθάνθηκαν στην εξωσυζυγική σχέση με αυτή που αισθάνονταν στη μακροχρόνια σχέση.
Ξέρουμε ωστόσο καλά πως σε μια μακροχρόνια σχέση, ναι μεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ερωτική επιθυμία και έλξη, δεν μπορεί όμως να υπάρχουν η ένταση και η ορμή που υπήρχαν κατά τα πρώτα δύο χρόνια. Επομένως, δεν ξέρουμε αν η αιτία της απιστίας ήταν η έλλειψη προσοχής και ερωτικής επιθυμίας ή αν ήταν η επιθυμία για περισσότερη προσοχή και περισσότερη σεξουαλική ορμή.
Με άλλα λόγια, απιστούμε επειδή δεν είμαστε χαρούμενοι στη σχέση μας ή επειδή θέλουμε να αισθανθούμε περισσότερο χαρούμενοι. Η εκτίμησή μου είναι ότι συχνά οι άνθρωποι απιστούν επειδή έχουν τη δυνατότητα να αισθανθούν ακόμη καλύτερα.
Επιπλέον, αρκετοί από αυτούς που απιστούν είναι ικανοποιημένοι από τη σχέση τους και δεν επιθυμούν να χωρίσουν. Ωστόσο, οι ερωτικές εμπειρίες με κάποιο νέο πρόσωπο τους δίνουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν, να εντυπωσιάσουν, να αισθανθούν τη χαρά της κατάκτησης και του καινούργιου.
Τα συναισθήματα αυτά συνήθως εκλείπουν όταν τα ζευγάρια καταργούν τη μεταξύ τους διαφορετικότητα και επιδιώκουν την ταύτιση. Αντίθετα, η διεκδίκηση, η προσπάθεια, η χαρά της προσέγγισης μπορούν να υπάρχουν σε μακροχρόνιες σχέσεις που σέβονται τη διαφορετικότητα και την αυτονομία του κάθε ατόμου μέσα σε κλίμα εμπιστοσύνης και ασφάλειας.
Επομένως, συχνά οι άνθρωποι απιστούν όχι επειδή δεν τους αρέσει ο/η σύντροφός τους, αλλά για να αισθανθούν πτυχές του εαυτού τους που έχουν πάψει να εκφράζονται εντός της σχέσης.
Ωστόσο, η απιστία δεν είναι ούτε μονόδρομος ούτε ο κανόνας. Απιστία διαπράττεται σε λιγότερο από το 25% των γάμων, ενώ ανά έτος η πιθανότητα να υπάρξει απιστία σε μία σχέση είναι κάτω του 6% (Blow, 2005).