Τα πλεονεκτήματα του μητρικού θηλασμού
Πλεονεκτήματα του μητρικού γάλακτος και του μητρικού θηλασμού
Συνοπτικά, τα πλεονεκτήματα του θηλασμού τόσο για το βρέφος όσο και για τη μητέρα δίνονται στους παρακάτω πίνακες.
Πίνακας 1: Πλεονεκτήματα του θηλασμού για το βρέφος, Από : Worthington – Roberts BS, Rodwell Williams S. Nutrition throughout the life cycle. Mc CrawHill, 3rd edition, 1
<
|
Πίνακας 2: Πλεονεκτήματα του θηλασμού για τη μητέρα. Worthington – Roberts BS, Rodwell Williams S. Nutrition throughout the life cycle. Mc CrawHill, 3rd edition, 1996
|
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα η γνώση σχετικά με τη μικροβιολογία και την ανοσολογία ήταν περιορισμένη και τα βρέφη που διατρέφονταν με υποκατάστατα μητρικού γάλακτος παρουσίαζαν αυξημένη συχνότητα διάρροιας, λοιμώξεων του γαστρεντερικού τους συστήματος, καθώς επίσης και αυξημένη θνησιμότητα συγκριτικά με τα βρέφη που θήλαζαν. Τώρα βεβαίως η κατάσταση έχει αλλάξει, αλλά μικρές διαφορές εξακολουθούν να υπάρχουν, κυρίως στον αριθμό και τη σοβαρότητα των ασθενειών.
Το μητρικό γάλα υπερέχει του αγελαδινού, όχι τόσο στην ποσότητα των θρεπτικών συστατικών που περιέχει, αλλά στη βιοδιαθεσιμότητα τους, δηλαδή στη χρησιμοποίηση τους από τον οργανισμό, η οποία σε πολλές περιπτώσεις είναι πιο αποτελεσματική, όπως συμβαίνει με το σίδηρο και το ψευδάργυρο. Επίσης η σύσταση του λίπους και της πρωτεΐνης του μητρικού γάλακτος είναι ιδανική για το βρέφος, ενώ στο μητρικό γάλα υπάρχουν και συστατικά, τα οποία δε βρίσκονται στα παρασκευάσματα για βρέφη. Πάντως, μια σημαντική διαφορά είναι ότι με το θηλασμό αποφεύγονται λάθη που μπορούν να συμβούν στην αραίωση των υποκατάστατων με νερό, που θα προκαλούσαν λανθασμένη συγκέντρωση ενέργειας και υπερφόρτωση των νεφρών.
Αν και μέχρι τον τρίτο μήνα της ζωής ο ρυθμός ανάπτυξης των βρεφών που θηλάζουν είναι παρόμοιος με αυτών που προσλαμβάνουν υποκατάστατα, μετά από τον τρίτο μήνα τα βρέφη που τρέφονται με υποκατάστατα παρουσιάζουν επιτάχυνση στο ρυθμό αύξησης του σωματικού βάρους κάτι που δεν θεωρείται ιδανικό.
Πλεονεκτήματα του θηλασμού έχουν επίσης αποδειχθεί όσον αφορά στην εμφάνιση αλλεργιών, στη μελλοντική εμφάνιση παχυσαρκίας, στην εμφάνιση συμπτωμάτων κοιλιοκάκης, της νόσου του Crohn, καθώς και του διαβήτη τύπου 2. Έχει παρατηρηθεί ότι αντισώματα κατά συστατικών του αγελαδινού γάλακτος είναι παρόντα στο μητρικό γάλα και αυτά ενδεχομένως υπεισέρχονται στην πρόληψη εμφάνισης αλλεργιών. Αλλεργία στο μητρικό γάλα δεν υφίσταται. Σε σπάνιες περιπτώσεις όταν το βρέφος που θηλάζει έχει δυσανεξία στο αγελαδινό γάλα, μπορεί να παρουσιάσει αλλεργικά συμπτώματα, όταν η μητέρα καταναλώνει μεγάλη ποσότητα αγελαδινού γάλακτος. Σε αυτή την περίπτωση συνιστάται αλλαγή στη δίαιτα της μητέρας (αποφυγή υψηλής ποσότητας αγελαδινού γάλακτος και προϊόντων που περιέχουν αυγό).
Επίσης, έχει υποδειχθεί ότι ο μητρικός θηλασμός προφυλάσσει το βρέφος από τις λοιμώξεις του αναπνευστικού και του ουροποιητικού συστήματος και από την οξεία μέση ωτίτιδα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι τα βρέφη που θηλάζουν έχουν υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης σε σχέση με τα βρέφη που τρέφονται με παρασκευάσματα.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι με το θηλασμό αναπτύσσεται ένας ισχυρός δεσμός μεταξύ μητέρας και βρέφους. Υπάρχουν όμως και άλλοι που ισχυρίζονται ότι είναι περισσότερο η φυσική επαφή, και όχι ο θηλασμός αυτός καθ’ αυτός, που δημιουργεί αυτό το δεσμό. Πάντως, μελέτες έχουν δείξει ότι όταν η φυσική επαφή μητέρας – νεογνού γίνει πολύ νωρίς, τότε είναι πολύ πιο πιθανό η μητέρα αυτή να θηλάσει το βρέφος της για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα συγκριτικά με μία άλλη που άργησε να έχει αυτή την επαφή.
Ο θηλασμός επηρεάζει και την επανέναρξη της έμμηνης ρήσης. Η επιμήκυνση του χρόνου που η μητέρα παραμένει μη γόνιμη μετά τον τοκετό επιβοηθείται με το θηλασμό, σε αναλογία με τη συχνότητα και τη διάρκεια των θηλασμών. Ο θηλασμός αυξάνει την έκκριση της προλακτίνης και παρεμποδίζει την έκκριση της ορμόνης που απελευθερώνει τη γοναδοτροπίνη (gonadotropin releasing hormone).
Η αλληλεπίδραση μεταξύ της προλακτίνης και της ορμόνης που απελευθερώνει τη γοναδοτροπίνη παρεμποδίζει την επαναφορά της φυσιολογικής προ – ωορρηξίας. Η επιμήκυνση του χρόνου που η μητέρα παραμένει γόνιμη αυξάνει τα διαστήματα μεταξύ των κυήσεων και οδηγεί σε μείωση των γεννήσεων.
Η αύξηση του χρόνου που μεσολαβεί μεταξύ δύο τοκετών, ώστε τα βρέφη να γεννώνται 18 – 23 μήνες μετά από τον προηγούμενο τοκετό, συσχετίζεται με βελτίωση της επιβίωσης και της υγείας του παιδιού. Η επίδραση αυτή του θηλασμού στη σύλληψη έχει υπολογισθεί ότι μπορεί να είναι 98% για τους πρώτους 6 μήνες μετά τον τοκετό, ακόμα και αν ο θηλασμός δεν είναι αποκλειστικός.
Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις ότι ο θηλασμός προστατεύει τη μητέρα από τον καρκίνο των ωοθηκών .
Reference: Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ – ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΑΜΠΕΛΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π.Χ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ