Μυοκαρδιοπάθειες
Κάποιοι ασθενείς νοσούν από διαταραχή του καρδιακού μυός (μυοκαρδιοπάθεια) η οποία δεν οφείλεται σε στεφανιαία νόσο αλλά συνήθως σε γενετικά αίτια. Για παράδειγμα η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια είναι μια πάθηση του καρδιακού μυός, στην οποία τα τοιχώματα της καρδιάς παχαίνουν, χωρίς την παρουσία κάποιας προφανούς αιτίας, όπως της αρτηριακής υπέρτασης ή πάθησης των καρδιακών βαλβίδων ενώ η Αρρυθμιογόνος Καρδιομυοπάθεια (ARVC) ή νόσος της Νάξου αποτελεί μία γενετική νόσος του καρδιακού μυός κατά την οποία ο κατεστραμένος μύς αντικαθίσταται σταδιακά από ινωτικό και λιπώδη ιστό.
Η νόσος του μη συμπαγούς μυοκαρδίου (left ventricular non-compaction – LVNC) αποτελεί μια πάθηση του καρδιακού μυός και χαρακτηρίζεται από την παρουσία εντός της αριστερής κοιλίας δοκιδώσεων, σπογγώδους υφής.
Η διατατική μυοκαρδιοπάθεια είναι μια πάθηση του καρδιακού μυός, που χαρακτηρίζεται από διάταση και μειωμένη λειτουργικότητα της καρδιάς και σε κάποιες περιπτώσεις η αιτία δεν αναγνωρίζεται. Συνήθεις αιτίες που αναγνωρίζονται είναι μια μετάλλαξη σε ένα ή περισσότερα γονίδια που μπορεί να κληρονομηθεί από γενιά σε γενιά, ιογενείς λοιμώξεις, αυτοάνοσα νοσήματα, η έκθεση σε αλκοόλ ή τοξίνες ή φάρμακα και η κύηση (περιγεννητική καρδιοπυοπάθεια).
Ο καρδιολόγος επιβάλλεται να έχει υψηλό δείκτη κλινικής υποψίας για την αναγνώριση των παραπάνω μυοκαρδιοπαθειών έτσι ώστε να οργανώσει διαγνωστικό και θεραπευτικό αλγόριθμο για την άρτια αντιμετώπιση του προβλήματος.