Ο ρόλος των βιοδεικτών στη διάγνωση της Νόσου Alzheimer
Η νόσος Alzheimer (ΝΑ) είναι η πιο κοινή μορφή προοδευτικής νευροεκφυλιστικής άνοιας σε ηλικιωμένους και κλινικά χαρακτηρίζεται από προοδευτική εξασθένηση των γνωστικών λειτουργιών, στις οποίες περιλαμβάνονται η μειωμένη κριτική ικανότητα, η αδυναμία λήψης αποφάσεων, η δυσκολία προσανατολισμού, ενώ και στα πιο προχωρημένα στάδια συνοδεύονται από διαταραχές της συμπεριφοράς και μειωμένη λεκτική ικανότητα.
Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε το ενδιαφέρον για ανεύρεση βιοδεικτών έτσι ώστε να διαγιγνώσκεται η νόσος με μεγαλύτερη ακρίβεια και ει δυνατόν στα πρόδρομα στάδιά της.
Τέτοιοι βιοδείκτες είναι στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό το αμυλοειδές Αβ42, η πρωτεΐνη tau και η φωσφορυλιωμένη tau και ο έλεγχος της παθολογίας του αμυλοειδούς στον εγκέφαλο με PET scan.
Τόσο το κόστος του PET scan όσο και το γεγονός ότι η οσφυονωτιαία παρακέντηση, για την μελέτη των βιοδεικτών στο ΕΝΥ, αποτελεί επεμβατική εξέταση οδήγησαν στην αναζήτηση νέων, αξιόπιστων και εύκολα προσβάσιμων στον έλεγχο βιοδεικτών.
Τέτοιες υπό έρευνα ουσίες βρίσκονται στην σίελο, στα ούρα και στο περιφερικό αίμα.
O έλεγχος της σιέλου ήδη βρίσκει εφαρμογή στον έλεγχο των ορμονών καθώς και στη ανίχνευση ναρκωτικών ουσιών.
Mελέτες έχουν δείξει ότι τα επίπεδα του Αβ42 αμυλοειδούς ανιχνεύονται σε χαμηλότερα επίπεδα στα πρώτα και μέσα στάδια της νόσου, ενώ στα προχωρημένα στάδια οι μετρήσεις βρίσκονται στα ίδια επίπεδα με τους μη πάσχοντες κάτι που αντανακλά στις αλλαγές του Αβ42 αμυλοειδούς στο ΕΝΥ ανάλογα με την εξέλιξη της νόσου.
Αντίστοιχα με την πρωτεΐνη tau, ο λόγος pTau/rTau είναι σημαντικά αυξημένος σε ασθενείς με ΝΑ (σε σχέση με τους υγιείς control).
Τέλος, αρκετά ελπιδοφόρος φαίνεται να είναι ο έλεγχος της λακτοφερίνης με την μέθοδο ELISA. Σε πρόσφατη μελέτη του Carro και των συνεργατών του, οι ασθενείς με ΝΑ η λακτοφερίνη ανιχνεύεται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τον υγιή πληθυσμό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το ότι όσοι από την ομάδα των υγιών συμμετεχόντων στην έρευνα είχαν οριακά χαμηλές τιμές λακτοφερίνης, ανέπτυξαν στην πορεία της μελέτης Ήπια Γνωσιακή Διαταραχή, καθιστώντας έτσι την πρωτεΐνη αυτή πιθανό εργαλείο πρώιμης διάγνωσης της ΝΑ.
Σε ότι αφορά στα ούρα, τρεις είναι οι ουσίες που έχουν μελετηθεί ως πιθανοί βιοδείκτες: η ιστοπροστάνη, η γλυκίνη 8-ύδροξυ-2′-δεοξυγουανοσίνη
Η ισοπροστάνη βρέθηκε αυξημένη σε ασθενείς που πάσχουν από ΝΑ και τα επίπεδά της φαίνεται να σχετίζονται με την βαρύτητα της νόσου και έτσι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση ασθενών που παρουσιάζουν MCI με αυξημένο ρίσκο να μεταπέσουν σε ΝΑ.
Η μελέτη για πιθανη ανίχνευση βιοδεικτών σχετικών με τη ΝΑ στο περιφερικό αίμα αντιμετωπίζονταν τα τελευταία χρόνια με μεγάλο σκεπτικισμό.
Ο κυριότερος λόγος ήταν τα χαμηλά επίπεδα αυτών των μορίων στο αίμα λόγω του αιματοεγκεφαλικού φραγμού, ο οποίος αφενός προστατεύει τον εγκέφαλο από πιθανη έκθεση σε τοξικές για τον ίδιο ουσίες του αίματος αλλά αφετέρου εμποδίζει την έξοδο στο αίμα σε ουσίες οι οποίες ανιχνεύονται σε υψηλά επίπεδα στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Παρόλα αυτά ένα μικρό ποσοστό των συγκεκριμένων ουσιών απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος.
H ανακάλυψη νέων τεχνικών όπως η SiMoA και η υψηλής ευαισθησίας ELISA επανάφερε το ενδιαφέρον για την μελέτη των biomarkers στο αίμα ασθενών με ΝΑ.
Με τις νέες τεχνικές, ο λόγος Αβ42/Αβ40 παρουσιάζεται σταθερά χαμηλός στις ομάδες των ασθενών και τα ευρήματα αυτά επαληθεύονται σε ποσοστό 90% μετά από διασταύρωση με PET Scan.
Ο λόγος Αβ42/Αβ40 θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν αρχική εξέταση και επι παθολογικού αποτελέσματος να ολοκληρωθεί ο έλεγχος με PET scan και προσδιορισμό Αβ42 στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
Παράλληλα, έχουν αναπτυχθεί άλλες 2 μέθοδοι ελέγχου του Αβ αμυλοειδούς στο περιφερικό αίμα.
Η πρώτη αφορά την μορφολογία του Αβ και την ανίχνευση του ποσοστού των παθολογικών μορφών Αβ αμυλοειδούς και η δεύτερη τον ποιοτικό έλεγχο του Αβ42 στο πλάσμα των ασθενών με την μέθοδο IMR.
Σε ότι αφορά την πρωτεΐνη tau και την ptau και ενώ τα ευρήματα στο ΕΝΥ αποτελούν ιδιαίτερα αξιόπιστο δείκτη για την διάγνωση της ΝΑ, η μελέτη στο περιφερικό αίμα δεν ανέδειξε ελπιδοφόρα αποτελέσματα.
Ο λόγος είναι ότι ακόμα και στο κλινικό στάδιο της ΝΑ τα επίπεδα της tau είναι ελάχιστα αυξημένα σε σχέση με τον υγιή πληθυσμό.
Πρόσφατες μελέτες από τον Mielke και τους συνεργάτες του στην Mayo Clinic ανέδειξαν πιο αξιόπιστα αποτελέσματα με τη χρήση της μεθόδου SiMoA και παρατηρήθηκε συσχέτιση των αυξημένων επιπέδων tau με την πιθανότητα μετάβασης από την MCI σε ΝΑ.
Ο πιο αξιόπιστος και σταθερός δείκτης νευροεκφύλισης αποτελούν τα νευροϊνίδια χαμηλού µοριακού βάρους τα οποία και ανιχνεύονται στους ορούς των ασθενών με την εξαιρετικά ευαίσθητη τεχνική SiMoA.
Τα NfL (Νευροϊνίδια) αποτελούν ένα ειδικό τμήμα του κυτταροσκελετού των νευρικών κυττάρων και τα επίπεδα τους αυξάνονται μετά από νευροαξονική βλάβη, όχι μόνο στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό αλλά και στο αίμα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον βρίσκει η μέτρηση των επιπέδων τους στις οικογενείς μορφές της ΝΑ όπου ακόμα και στο προκλινικό και ασυμπτωματικό στάδιο της νόσου ανιχνεύονται σταθερά υψηλές τιμές οι οποίες προϊόντος του χρόνου και με την επιδείνωση της νόσου αυξάνουν τα επίπεδα τους.
Αντίστοιχα αυξημένες τιμές ανευρίσκονται και σε περιπτώσεις MCI με τα επίπεδα να αυξάνονται με την μετάπτωση σε ΝΑ.
H εξέλιξη της έρευνας σχετικά με την ανακάλυψη αξιόπιστου βιοδείκτη (κυρίως στο περιφερικό αίμα) είναι επίκαιρη αν αναλογιστούμε τα αισιόδοξα μηνύματα των μελετών ως προς τα DMT στην Νόσο Alzheimer.
Τα DMTs φαίνεται να είναι αποτελεσματικά όταν χορηγηθούν νωρίς στην πορεία της νόσου και συνεπώς η έγκαιρη ανίχνευση των ασθενών, ακόμα και στο προκλινικό στάδιο, μέσω των βιοδεικτών θα αποτελέσει το σημαντικότερο ίσως βήμα στην αντιμετώπιση της νόσου.
Παναγιώτης Σολδάτος
Νευρολόγος