Αυξημένη γ-GT: Ένα συχνό παθολογικό πρόβλημα
Η γ-GT ή γ-γλουταμυλο τρανσφεράση είναι κοινό ένζυμο που βρίσκεται σε πολλούς διαφορετικούς ιστούς, όπως είναι το έντερο, η καρδιά, ο εγκέφαλος, η σπλήνα, τα σπερματικά κυστίδια, το αίμα τα νεφρά, το ήπαρ, το πάγκρεας. Το ένζυμο καταλύει τη μεταφορά της γ-γλουταμυλ ομάδας από γ-γλουταμυλ πεπτίδια, όπως γλουταθειόνη σε έναν δέκτη όπως πεπτίδια και L-αμινοξέα. Το GGT έχει επίσης ενδοκυτταρικό αντιοξειδωτικό αποτέλεσμα επειδή εμπλέκεται στον μεταβολισμό της γλουταθειόνης, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό κυστεΐνης, μιας ένωσης θειόλης που ασκεί αντιοξειδωτικά αποτελέσματα.
H γ-GT έχει ζωτικό ρόλο στο μεταβολισμό φαρμάκων και άλλων τοξινών στο ανθρώπινο σώμα. Έτσι χαρακτηριστικά αυξάνει όταν υπάρχει υπερβολική συγκέντρωση ορισμένων τοξικών ουσιών στο ανθρώπινο σώμα όπως αλκοόλ, φάρμακα ναρκωτικά.
Για τη σωστή μέτρηση ο ασθενής πρέπει να μην έχει καταναλώσει οτιδήποτε άλλο εκτός νερού επί οκτώ ώρες πριν την λήψη αίματος για τη μέτρηση.
Κατά την διάρκεια της σωστής παθολογικής εξέτασης είναι σημαντικό να διερευνώνται σωστά συμπαρομαρτούντα παθολογικά ευρήματα έκθεση σε τοξικές ουσίες ώστε να εντοπιστεί ορθά η αιτία της αύξησης του ενζύμου και να χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία. Σε αρκετές περιπτώσεις επιβάλλεται η διενέργεια συμπληρωματικώς εργαστηριακών ελέγχων που κατευθύνουν την διάγνωση.
ΑΙΤΙΑ ΑΥΞΗΣΗΣ γ-GT
Α. Ηπατικά αίτια
- Χολόσταση
- Αλκοολική ηπατική νόσος
- Ηπατίτιδα (οξεία και χρόνια)
- Κίρρωση
- Ηπατική μετάσταση και καρκίνωμα
- Πρωτοπαθής χολική κίρρωση και σκληρυντική χολαγγειίτιδα
- Λιπώδης διήθηση ήπατος
Β. Εξωηπατικά αίτια
- Φάρμακα τοξικές ουσίες όπως καρβαμαζεπίνη, σιμετιδίνη, φουροσεμίδη, ηπαρίνη, ισοτρετινοΐνη, μεθοτρεξάτη, αντισυλληπτικά από το στόμα
- Παγκρεατίτιδα
- Καρκινώματα
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Αλκοολισμός
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και χρόνια στεφανιαία νόσος
- Φλεγμονές
Τα πιο κοινά αίτια χρόνιας αύξησης του ενζύμου είναι η μη αλκοολική λιπώδης διήθηση και η χρόνια κατάχρηση αλκοόλ.
Α. Μη αλκοολική λιπώδης διήθηση
Η μη αλκοολική λιπώδης διήθηση, χαρακτηρίζεται από εναπόθεση λίπους στο ήπαρ που δεν έχει ως αίτιο το αλκοόλ. Τα πιο συχνά αίτια της μη αλκοολικής λιπώδους διήθησης είναι η παχυσαρκία, οι απότομες αυξομειώσεις βάρους, ο σακχαρώδης διαβήτης,τα υψηλά τριγλυκερίδια του αίματος, το μεταβολικό σύνδρομο, οι πολυκυστικές ωοθήκες, η χρήση ορισμένων φαρμάκων (π.χ. κορτικοειδή, διλτιαζέμη), ορισμένες ενδοκρινοπάθειες (π.χ. σύνδρομο cushing), ορισμένες μεταβολικές διαταραχές (π.χ. υποβηταλιποπρωτεΐναιμία),η άπνοια κατά τον ύπνο. Η κατάσταση σταδιακά μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή του ήπατος, αλλοίωση της ομαλής βιοσυνθετικής και αποτοξινωτικής λειτουργίας του ήπατος, ελάττωση της ενεργειακής εφεδρείας του σώματος, διατάραξη της ικανότητας του σώματος να αμύνεται έναντι τοξινών και βλαπτικών παραγόντων. Οι πάσχοντες ευρίσκονται σε ομάδα υψηλού κινδύνου να νοσήσουν από διαβήτη, καρδιαγγειακά επεισόδια, καρκινώματα, σύνδρομα κόπωσης, κίρρωση ήπατος.
Β. Συστηματική κατάχρηση αλκοόλ
Παρά τις ευεργετικές δράσεις του αλκοόλ, όταν γίνεται συστηματική αλλά συνετή χρήση, στην κατάχρηση η τοξική του δράση είναι σημαντική και αφορά πολλά οργανικά συστήματα. Προκαλεί λειτουργική επιβάρυνση, φλεγμονή, παρεγχυματική νέκρωση και κίρρωση του ήπατος. Το αλκοόλ είναι η δεύτερη μετά τον καπνό ευρέως χρησιμοποιούμενη καρκινογόνος ουσία και συνδέεται με την ανάπτυξη καρκίνων του γαστρεντερικού συστήματος, της κεφαλής, του μαστού και του τραχήλου. Στειρότητα, ανδρική ανικανότητα, απώλεια libido, γυναικομαστία, αιμορραγίες, ίκτερος, ασκίτης, οιδήματα, αλκοολική εγκεφαλοπάθεια, αλκοολική μυοκαρδιοπάθεια, είναι παθολογικά προβλήματα που προκαλεί το αλκοόλ.
Σύμφωνα με μελέτες το 10% περίπου του πληθυσμού είναι προβληματικοί πότες, με οργανικές βλάβες ή δυσλειτουργίες από το αλκοόλ, γεγονός που αναδεικνύεται μόνο κατά την ιατρική παθολογική εξέταση (χωρίς οι συνέπειες της κατάχρησης να είναι αντιληπτές από τον εξεταζόμενο). Αρκετοί πότες έχουν αυξημένη Γgt κατά την ιατρική παθολογική εξέταση χωρίς συμπτώματα.