Διάγνωση υπερλιπιδαιμίας
Αρκεί να γνωρίζουμε μόνο την ολική χοληστερίνη μας ή έχουν αλλάξει τα δεδομένα;
Η διάγνωση της υπερλιπιιδαιμίας, της αυξημένης δηλαδή τιμής των λιπιδίων του αίματος, επιτυγχάνεται με απλές βιοχημικές εξετάσεις. Ο ασθενής πρέπει να έχει παραμείνει νηστικός για τουλάχιστον 12-14 ώρες προτού προσέλθει στο εργαστήριο για αιμοληψία.
Κατά τον έλεγχο του λιπιδαιμικού προφίλ, το συνηθέστερο λάθος είναι να ζητάμε από το εργαστήριο μόνο την τιμή της ολικής χοληστερόλης (χοληστερίνη). Η τιμή της δε μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε σε καμία περίπτωση αν υφίσταται διαταραχή στον οργανισμό και αν πρέπει να χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή.
Η ολική χοληστερόλη είναι το άθροισμα της κακής χοληστερόλης (LDL), της καλής χοληστερόλης (HDL) και των χυλομικρών (VLDL), τα οποία υπολογίζονται διαιρώντας τα τριγλυκερίδια (TG) δια πέντε.
Είναι εύκολα κατανοητό ότι είτε έχουμε πολύ καλή χοληστερόλη είτε έχουμε πολύ κακή χοληστερόλη η εξέταση θα μας δείξει αυξημένη τιμή ολικής χοληστερόλης!
Επίσης, όλες οι πολυκεντρικές μελέτες ανέδειξαν την άμεση συσχέτιση της LDL και της HDL με την αθηρωμάτωση, τη συσσώρευση δηλαδή λίπους στα αγγεία, και τα καρδιαγγειακά συμβάματα. Το είδος της θεραπείας που θα χορηγήσουμε εξαρτάται απο τις τιμές της καλής και της κακής χοληστερόλης.
Για το λόγο αυτό, οφείλουμε να ζητούμε την εξέταση της ολικής χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων και της HDL ή LDL στο αίμα. Ακολούθως, μπορούμε να υπολογίσουμε μαθηματικά τη λιποπρωτεΐνη που απομένει (LDL ή HDLαντίστοιχα).
Σε ασθενείς με παθολογικές τιμές των λιπιδίων συστήνεται πρωτίστως να αποκλεισθούν νοσήματα ή φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν υπερλιπιδαιμία.
Ζητούμε να ελεγχθεί αιματολογικά η ορμόνη TSH, προς αποκλεισμό θυρεοειδοπάθειας, οι τρανσαμινάσες και τα χολοστατικά ένζυμα, προς αποκλεισμό αποφρακτικής ηπατικής νόσου, και οι δείκτες της νεφρικής λειτουργίας, για τον αποκλεισμό νεφρικής νόσου.
Επιπλέον, ελέγχουμε για διαβήτη, υπέρταση και κεντρικού τύπου παχυσαρκία, παράγοντες κινδύνου δηλαδή που απαρτίζουν μαζί με την υπερλιπιδαιμία το μεταβολικό σύνδρομο.
Ασθενείς που λαμβάνουν κορτικοστεροειδή, διουρητικά σε μεγάλεις δόσεις, ιντερφερόνη, οιστρογόνα ή φάρμακα για τον καρκίνο του μαστού δύναται να εμφανίσουν δευτερογενή υπερλιπιδαιμία.
Επίσης, η κατάχρηση της αιθυλικής αλκοόλης σχετίζεται άμεσα με την αύξηση της καλής αλλά και της κακής χοληστερόλης.
Πέρα από τις εργαστηριακές εξετάσεις, απαιτείται καλή λήψη ατομικού και οικογενειακού ιστορικού, προκειμένου να διασαφηνίσουμε αν πρόκειται για δευτεροπαθή ή για πρωτοπαθή, κληρονομική δηλαδή, υπερλιπιδαιμία. Βέβαια, συχνά συνυπάρχουν οι δυο μορφές.
Συμπληρωματικές εξετάσεις, όπως το triplex των καρωτίδων, μπορούν να μας δώσουν μια καλύτερη εικόνα για τις αγγειακές βλάβες που ήδη έχουν προκληθεί από την περίσσεια των λιπιδίων.
Η αντιμετώπιση του ασθενούς πρέπει να είναι σφαιρική και να μη στοχεύει αποκλειστικά στη διόρθωση μιας λιπιδαιμικής παραμέτρου!