Ζάχαρη, χοληστερόλη και καρδιαγγειακός κίνδυνος
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΤΟΥΣ.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε το Σεπτέμβριο στο έγκυρο περιοδικό JAMA , η βιομηχανία της ζάχαρης συνεισέφερε οικονομικά και ενεπλάκη στην εκπόνηση και δημοσίευση μιας σημαντικής ανασκόπησης, η οποία δημοσιεύθηκε στο έγκυρο περιοδικό New England Journal of Medicine το 1967. Η ανασκόπηση του ΄67 υποβάθμιζε τη σχέση της κατανάλωσης ζάχαρης με τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, ενώ την ίδια στιγμή υποδείκνυε ως ιδιαίτερα κρίσιμο το ρόλο του λίπους και της χοληστερόλης.
Η μελέτη αυτή η οποία δημοσιεύθηκε περίπου 50 χρόνια πίσω, πιστεύεται ότι επηρέασε τις ακόλουθες μελέτες, αλλά και τις κατευθυντήριες οδηγίες μέχρι και το ΄80, σύμφωνα με τις οποίες η προσλαμβανόμενη χοληστερόλη αποτέλεσε τον κύριο στόχο σε ότι αφορά την πρόληψη των καρδιοπαθειών, ενώ πιθανώς συνέβαλε και σε μια σχετική απενοχοποίηση της ζάχαρης.
Οι ερευνητές της πρόσφατα δημοσιευμένης αυτής μελέτης άντλησαν το υλικό τους από τα αρχεία της Sugar Research Foundation (SRF, ερευνητικό Ινστιτούτο της Βιομηχανίας Ζάχαρης των ΗΠΑ), τα οποία έγιναν διαθέσιμα στο κοινό μετά από την παρέλευση δεκαετιών, σύμφωνα με τα οποία ο συγκεκριμένος οργανισμός έλαβε και έστειλε άρθρα και υποδείξεις για τη δημοσίευση ενώ αποτέλεσε και τη μοναδική πηγή χρηματοδότηση της μελέτης. Άλλος σχολιαστής στο έγκυρο ιατρικό forum Medscape αναφέρει ότι τα ευρήματα της παρούσας μελέτης δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «αρχαία» ιστορία, καθώς είναι γνωστό ότι η βιομηχανία επηρεάζει και σήμερα ποικιλότροπα την έρευνα.
Είναι γνωστό ότι το 2015 οι New York Times δημοσίευσαν e-mail στα οποία αποκάλυψαν τη σχέση της Coca Cola με ερευνητές οι οποίοι διεξήγαγαν μελέτες που εξέταζαν τον ρόλο των πρόσθετων ζάχαρης και ιδιαίτερα των ποτών που την περιέχουν, με την παχυσαρκία. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο τα ευρήματα της μελέτης δεν θα έπρεπε να θεωρείται ότι έχουν σημασία μόνο για μια παρωχημένη εποχή, είναι η σημαντική διαμάχη που υπάρχει σήμερα στην επιστημονική κοινότητα για τον ρόλο της χοληστερόλης στην πρωτογενή πρόληψη. Έτσι ενώ η μείωση των επιπέδων της χοληστερόλης σε ασθενείς που έχουν ήδη υποστεί ένα καρδιαγγειακό επεισόδιο (έμφραγμα, αγγειακό εγκεφαλικό κλπ) είναι τεκμηριωμένος και η χορήγηση φαρμάκων που μειώνουν τα επίπεδα της (στατίνες) συνδέεται με σημαντική αντίστοιχη αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, δεν ισχύει το ίδιο και για το ρόλο της χοληστερόλης στην πρωτογενή πρόληψη.
Συγκεκριμένα, υπάρχει σημαντική διάσταση απόψεων στον ιατρικό κόσμο σε σχέση με το πότε θα πρέπει να χορηγούνται στατίνες σε ασθενείς που έχουν απλά αυξημένα (;) επίπεδα χοληστερόλης αλλά δεν έχουν παρουσιάσει καρδιαγγειακό πρόβλημα μέχρι τώρα.
Αρκετοί πιστεύουν ότι ο σοβαρός διαιτητικός περιορισμός της πρόσληψης λίπους, αλλά ενδεχομένως και της ζάχαρης, θα μπορούσε να μειώσει σε σημαντική μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου χωρίς να είναι απαραίτητη η χορήγηση φαρμάκων. Παρότι η συσχέτιση της ζάχαρης με τα καρδιαγγειακά νοσήματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρη όσο αυτή της χοληστερόλης, αρκετοί εθνικοί οργανισμοί έχουν υιοθετήσει την άποψη ότι η αυξημένη πρόσληψη ζάχαρης σχετίζεται με κίνδυνο παχυσαρκίας, διαβήτη αλλά και καρδιοπαθειών και έχουν περιλάβει αυτή τη θέση σε κατευθυντήριες οδηγίες, όπως η Καναδική Εταιρεία Καρδιολογίας. Ο μέσος Αμερικανός σήμερα καταναλώνει περίπου 21 κουταλάκια ζάχαρης την ημέρα (συνολική ποσότητα περιλαμβανομένης αυτής που βρίσκεται σε αναψυκτικά), περίπου δηλαδή 2.5 με 3 φορές περισσότερο από αυτό που προβλέπουν οι κατευθυντήριες οδηγίες.
Η επίδραση της βιομηχανίας (φαρμακευτική, εταιρείες διατροφής και λοιπά) στην επιστημονική έρευνα είναι δεδομένη και διαχρονική. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι οι ίδιες εταιρείες χρηματοδότησαν και χρηματοδοτούν τις περισσότερες έρευνες που οδήγησαν στην ανάπτυξη σωτήριων για την ανθρωπότητα φαρμάκων, συσκευών και τεχνικών. Ακόμη και αν εφαρμόζονται συγκεκριμένες τακτικές από πλευράς φαρμακευτικών εταιρειών για την προώθηση των προϊόντων τους, ο ιατρός πρέπει να διαθέτει τις απαιτούμενες επιστημονικές γνώσεις που του επιτρέπουν να αποφασίζει κριτικά για το αν οι προσφερόμενες πληροφορίες είναι επιστημονικά ορθές.
Δυστυχώς η άμυνα που μπορεί να προβάλει ο μεμονωμένος ιατρός δεν είναι αδιαπέραστη, γιατί αν αρνηθεί, περιορίζονται οι εναλλακτικές δυνατότητες που διαθέτει για να διατηρήσει το επίπεδο των γνώσεων και των ικανοτήτων του, όταν νεότερα επιστημονικά δεδομένα διοχετεύονται με ιλιγγιώδη ρυθμό. Συλλογικά όργανα όμως όπως οι επιστημονικές εταιρείες, το κράτος, η τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς και υπερκρατικοί οργανισμοί, όπως η Ε.Ε., μπορούν να είναι λιγότερο ευάλωτα στις πιέσεις των φαρμακευτικών εταιρειών.
Οι θεσμοί αυτοί οφείλουν να είναι γενναιόδωροι για την έρευνα και την εκπαίδευση, ώστε ο ιατρός να μην έχει ανάγκη τις εταιρείες, αλλά και να καθορίζουν το πλαίσιο που διασφαλίζει την εξέλιξη της έρευνας χωρίς να σημειώνεται διαπλοκή συμφερόντων, στο βαθμό του εφικτού. Ο μέσος πολίτης πάντως είναι αρκετά ανοχύρωτος στην εκτίμηση των νεότερων επιστημονικών δεδομένων.
Η υπερπληροφόρηση των ημερών μας δεν είναι υποχρεωτικά ταυτόσημη με την αξιόπιστη ενημέρωση.
Ο ασθενής πρέπει να μπορεί να βασίζεται για αυτό στον επιστημονικά τεκμηριωμένο αλλά και ηθικά καλοπροαίρετο γιατρό, υπενθυμίζοντας την αξία της υγιούς σχέσης με το γιατρό, ως το πρωταρχικό θεμέλιο της θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Βιβλογραφία
- McGandy RB, Hegsted DM, Stare FJ. Dietary fats, carbohydrates, and atherosclerotic vascular disease.N Engl J Med 1967; 277:245-247.
- Kearns CE, Schmidt LA, Glantz SA. Sugar industry and coronary heart disease research: A historical analysis of internal industry documents.JAMA Intern Med 2016;
- http://www.medscape.com/viewarticle/840328