Κατανοώντας και αντιμετωπίζοντας το άγχος του αποχωρισμού
Στην ηλικία των 2-3 ετών το παιδί σταδιακά διαμορφώνει το χαρακτήρα του, μπορεί και μαθαίνει και κατανοεί πάρα πολύ γρήγορα όλα τα ερεθίσματα και τις εικόνες που προσλαμβάνει, πολλές φορές όμως κατευθυνόμενο από το βασικό ένστικτο επιβίωσης, θέλει να είναι συνεχώς δίπλα στη μητέρα του.
Παρόλο αυτά κάποιες φορές αυτό δεν είναι εφικτό, καθώς η μητέρα χρειάζεται να απομακρυνθεί για κάποιες ώρες και το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με το άγχος του αποχωρισμού, ανεξάρτητα από το άτομο που θα συνεχίσει να είναι δίπλα του και να το επιβλέπει.
Η κατάσταση αυτή είναι ικανή να αναστατώσει τόσο το παιδί, όσο όμως και την ίδια τη μαμά, καθώς μπορεί να βιώσει έντονα συναισθήματα ενοχών για το γεγονός ότι αφήνει μόνο το παιδί της, ιδιαίτερα όταν εκείνο τρέχει στην πόρτα και γραπώνεται επάνω της για να την εμποδίσει.
Οι γονείς καλό είναι να κατανοήσουν πως το παιδί έχει καταλάβει πως οι δικοί του εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και όταν δεν τους βλέπει, παρόλο αυτά εκφράζει έντονα τη διαμαρτυρία του και το άγχος του αποχωρισμού κάθε φορά που η μαμά ή ο μπαμπάς απομακρύνεται. Ο παιδικός εγκέφαλος στην ηλικία αυτή δεν έχει αποκτήσει την τελική του δομή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί το παιδί να ελέγξει πλήρως τις αντιδράσεις και τα συναισθήματά του. Δεδομένου ότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την μητρική/πατρική αγάπη και φροντίδα, το ίδιο προσπαθεί και επιμένει να μην αποχωριστεί το πρόσωπο εκείνο που το κάνει να νιώθει φροντίδα και ασφάλεια.
Επειδή όμως το παιδί μπορεί να αντιληφθεί τα συναισθήματα των γονιών του, εάν η μητέρα την ώρα που φεύγει δείχνει στην πόρτα την αναστάτωση και την αγωνία της, αυτό θα γίνει αντιληπτό και έτσι το παιδί θα θεωρήσει πως πράγματι πρέπει να ανησυχήσει για εκείνη όταν φεύγει. Αυτή η αλληλεπίδραση εντείνει ακόμη περισσότερο το άγχος του αποχωρισμού και φυσικά παρατείνει τη διαμαρτυρία του παιδιού.
Η ένταση της αντίδρασης του παιδιού και ο τρόπος που θα εκφράσει το άγχος του αποχωρισμού εξαρτάται από το πόσο ευαίσθητο είναι στις αλλαγές, καθώς επίσης και από τα βιώματα που έχει όταν μένει με άλλους χωρίς τους γονείς. Εάν ένα παιδί έχει εκπαιδευτεί και συνηθίσει να μένει κάποιες ώρες χωρίς τους γονείς, τότε σίγουρα αυτό το άγχος του αποχωρισμού θα είναι περιορισμένο, ενώ το ίδιο ισχύει στην περίπτωση που μένοντας πίσω με τη γιαγιά ή την κοπέλα που το προσέχει, ξέρει ότι θα περάσει καλά.
Ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς αντιμετωπίζουν τη στιγμή του αποχωρισμού, είναι πολύ σημαντικός και κρίσιμος για να γίνει όσο το δυνατόν πιο εύκολο. Θα πρέπει να δείχνουν σίγουροι για το άτομο που μένει πίσω να φυλάξει το παιδί, καθώς αυτή η σιγουριά αντανακλάται και το παιδί την αντιλαμβάνεται. Έτσι, λίγο πριν αποχωρήσουν μπορούν να χρησιμοποιήσουν και την τεχνική του περισπασμού, να συζητήσουν για παράδειγμα με το παιδί ποια παιχνίδια θα παίξει, να το βάλουν να αναζητήσει ποια βιβλία θα διαβάσουν με τη γιαγιά, ώστε να εστιάσει την προσοχή του αλλού και ταυτόχρονα να δείξουν την σιγουριά τους για το πόσο καλά θα περάσει.
Το άγχος του αποχωρισμού εντείνεται σημαντικά όταν ο αποχαιρετισμός είναι παρατεταμένος.
Για το λόγο αυτό, οι γονείς μπορούν να υιοθετήσουν μία «ρουτίνα» αποχαιρετισμού: μία αγκαλιά και δύο φιλιά σύντομα και με αυτοπεποίθηση, που μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε φορά που θα χρειαστεί να απομακρυνθούν. Ο αποχαιρετισμός έτσι μπορεί να γίνει προβλέψιμος από το παιδί, με αποτέλεσμα να περιορίζεται σημαντικά η ανασφάλεια που μπορεί να νιώσει.