Τι είναι η επιληψία;
Η επιληψία είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες επιληπτικές κρίσεις. Οι επιληπτικές κρίσεις είναι μη φυσιολογικές ηλεκτρικές εκκενώσεις στον εγκέφαλο που διαταράσσουν προσωρινά την φυσιολογική μετάδοση των μηνυμάτων στον οργανισμό.
Μπορούν να προκαλέσουν μεταβολές στη συνείδηση, περίεργες ρυθμικές ή επαναλαμβανόμενες κινήσεις, συσπάσεις ή τινάγματα των άκρων καθώς και να οδηγήσουν σε σπασμούς οι οποίοι συστέλλουν τους μύες σε όλο το σώμα. Μερικές φορές πριν τις επιληπτικές κρίσεις προηγούνται επιληπτικές αύρες. H αύρα είναι η αυξημένη ευαισθησία ή η ασυνήθιστη αντίληψη της όρασης, της ακοής, της όσφρησης, της γεύσης ή της αφής που προειδοποιούν τον άνθρωπο για την επικείμενη επιληπτική κρίση. Μπορούν να περιλαμβάνουν για παράδειγμα την αίσθηση δροσερού αέρα ή έντονου φωτός και να συνοδεύονται από μούδιασμα ή ναυτία.
Το τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου επιληπτικής κρίσης εξαρτάται από το μέρος του εγκεφάλου που επηρεάζεται.
Άλλοι επιληπτικοί εμφανίζουν παρόμοια συμπτώματα σε κάθε επιληπτική κρίση, ενώ άλλοι μπορεί κάθε φορά διαφορετικά.
Οι περισσότερες κρίσεις διαρκούν λίγα δευτερόλεπτα έως μερικά λεπτά. Αν ένα άτομο χάσει εν μέρη ή και τελείως τις αισθήσεις του, συχνά δεν θυμάται τι έχει συμβεί. Εκείνοι που πλήττονται ενδέχεται να μην έχουν επιπτώσεις μετ’ έπειτα, να έχουν μια σύντομη περίοδο σύγχυσης ή να εμφανίσουν αδυναμία και κόπωση που μπορεί να διαρκέσει για αρκετές ημέρες. Οι περισσότερες κρίσεις δεν έχουν μόνιμη επίδραση στον εγκέφαλο ή το σώμα, αλλά η απώλεια των αισθήσεων μπορεί να οδηγήσει σε πτώσεις και τραυματισμούς – ειδικά αν το προσβεβλημένο άτομο οδηγεί, κάνει μπάνιο, μαγειρεύει ή κάνει άλλες πιθανά επικίνδυνες δραστηριότητες. Οι επιληπτικές κρίσεις που διαρκούν περισσότερο από πέντε έως δέκα λεπτά ονομάζονται καταστάσεις επιληψίας και απαιτούν άμεση ιατρική φροντίδα. Παρατεταμένοι σπασμοί, διάρκειας μεγαλύτερης από 30 λεπτών, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο μόνιμης βλάβης και σε μερικές περιπτώσεις να είναι θανατηφόροι.
Δεν θεωρείται κάθε επιληπτική κρίση επιληψία. Εκείνες που οφείλονται σε προσωρινές συνθήκες, όπως υψηλό πυρετό σε ένα βρέφος, οξεία μηνιγγίτιδα ή εγκεφαλίτιδα, αλκοόλ ή τη διακοπή κάποιου φαρμάκου δεν θεωρούνται απρόκλητες επιληπτικές κρίσεις. Ομοίως, δεν είναι απαραίτητο ότι κάθε σύνολο συμπτωμάτων που μοιάζει με επιληπτική κρίση, στην πραγματικότητα προκαλείται από αλλαγές στην ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου. Λιποθυμία, ημικρανία, ναρκοληψία, χρήση ναρκωτικών, ψυχική ασθένεια, καθώς και άλλες συνθήκες οι οποίες αλλοιώνουν προσωρινά τη συνείδηση ή την αντίληψη μπορεί να παράγουν μερικά από τα ίδια συμπτώματα.
Η επιληψία διαγιγνώσκεται όταν κάποιος έχει δύο ή περισσότερες επιληπτικές κρίσεις με διαφορά τουλάχιστον 24 ωρών. Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Νευρολογικών Διαταραχών και Εγκεφαλικού Επεισοδίου των ΗΠΑ (NINDS), πάνω από 2 εκατομμύρια άνθρωποι στην Αμερική έχουν βιώσει μια απρόκλητη επιληπτική κρίση ή έχουν διαγνωστεί με επιληψία. Η επιληψία μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε, ωστόσο περισσότερες πιθανότητες έχουν τα παιδιά κάτω των 2 ετών και οι ενήλικες άνω των 65 ετών. Η πλειοψηφία των ατόμων με επιληψία ανταποκρίνονται στη θεραπεία, αλλά περίπου το 25-30% εξακολουθούν να έχουν επιληπτικές κρίσεις παρά τη θεραπεία.
Κάθε κατάσταση που επηρεάζει τον εγκέφαλο μπορεί να προκαλέσει επιληψία. Τραύμα στο κεφάλι, ανώμαλη ανάπτυξη του εγκεφάλου, έλλειψη οξυγόνου κατά τον τοκετό, όγκο του εγκεφάλου, εγκεφαλικά επεισόδια, εγκεφαλική αγγειακή νόσος, τοξίνες όπως δηλητηρίαση από μόλυβδο, λοιμώξεις, νευρολογικές παθήσεις, και μεταβολικές διαταραχές είναι ορισμένα από τα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση επιληπτικής κρίσης. Μερικές μορφές επιληψίας σχετίζονται με γενετικές ανωμαλίες. Τα αίτια σε πολλές περιπτώσεις επιληψίας είναι άγνωστα. Το Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) αναφέρουν ότι σχεδόν τα δύο τρίτα των περιπτώσεων επιληψίας δεν έχουν υποκείμενη αιτία.
Οι επιληπτικές κρίσεις μπορεί να ταξινομηθούν ως τοπικές ή γενικευμένες. Οι τοπικές επιληπτικές κρίσεις προέρχονται από ένα μόνο σημείο του εγκεφάλου, ενώ οι γενικευμένεςεπιληπτικές κρίσεις περιλαμβάνουν και τις δύο πλευρές του εγκεφάλου. Ορισμένες μπορεί να αρχίσουν ως τοπικές επιληπτικές κρίσεις και στη συνέχεια να γίνουν δευτερογενώς γενικευμένες. Περίπου το 60% των ατόμων με επιληψία έχει τοπικές επιληπτικές κρίσεις.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους τύπους των επιληπτικών κρίσεων, μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα της NINDS:SeizuresandEpilepsy: HopeThroughResearch.
Εξετάσεις
Για τη διάγνωση και την παρακολούθηση της επιληψίας γίνονται εργαστηριακές και μη-εργαστηριακές εξετάσεις για τον προσδιορισμό του είδους των επιληπτικών κρίσεων, για τον εντοπισμό υποκείμενων καταστάσεων όπως τοξίνες, μολύνσεις, ναρκωτικά ή αλκοόλ, πυρετό (σε παιδιά), ή διαβήτη που μπορεί να προκαλέσουν επιληπτικές κρίσεις, και για τον διαχωρισμό της νόσου από συνθήκες όπως λιποθυμία ή εγκεφαλικό επεισόδιο που μπορεί να προκαλέσει μερικά από τα ίδια συμπτώματα.
Το ιατρικό ιστορικό, πληροφορίες από τον ασθενή και μαρτυρίες από τα μέλη της οικογένειας που έχουν δει τις επιληπτικές κρίσεις αποτελούν σημαντικά στοιχεία για τη διάγνωση. Ο ασθενής με επιληψία μπορεί να θυμάται μια περίεργη μυρωδιά, ή μια αύρα που προηγούνται πριν από κρίση, αλλά μπορεί να μη θυμάται τι συνέβη κατά τη διάρκεια της ίδιας της επιληπτικής κρίσης. Η σωστή και έγκαιρη διάγνωση απαιτεί χρόνο για να ταυτοποιηθούν τα συμπτώματα και η συχνότητα των επιληπτικών κρίσεων.
Μη εργαστηριακές εξετάσεις
- Ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG). Κύριο διαγνωστικό εργαλείο για την επιληψία. Χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου και την αναγνώριση μεταβολών στα εγκεφαλικά κύματα.
Απεικονιστικές εξετάσεις
- Αξονική τομογραφία (CT). Για τον εντοπισμό ανωμαλιών στη δομή του εγκεφάλου και την ύπαρξη όγκων.
- Μαγνητική τομογραφία (MRI). Προσδιορίζει επίσης ανωμαλίες του εγκεφάλου.
- Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET). Ραδιενεργό υλικό που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο ενεργών περιοχών του εγκεφάλου.
- Υπολογιστική τομογραφία εκπομπής απλών φωτονίων (SPECT). Ραδιενεργό υλικό που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της περιοχής του εγκεφάλου από όπου ξεκινούν οι κρίσεις όταν δεν είναι σαφής σε άλλες σαρώσεις.
Εργαστηριακές εξετάσεις
Οι εργαστηριακές εξετάσεις χρησιμοποιούνται κυρίως για την παρακολούθηση αντι-επιληπτικών φάρμακων και για τον έλεγχο των παθολογικών καταστάσεων που μπορεί να προκαλέσουν επιληπτικές κρίσεις, όπως είναι ο διαβήτης, η λοίμωξη, η μηνιγγίτιδα και η εγκεφαλίτιδα.
Περιοδική παρακολούθηση του θεραπευτικού φαρμάκου γίνεται όταν ένας ασθενής λαμβάνει ένα ειδικό φάρμακο για να εξασφαλισθεί η επιτυχής θεραπεία. Τα επιληπτικά φάρμακα που χορηγούνται είναι τα:
• Καρβαμαζεπίνη
• Φαινυτοΐνη
• Βαλπροϊκό οξύ
• Φαινοβαρβιτάλη
Άλλες εξετάσεις που γίνονται για να εντοπισθούν πιθανές αιτίες που οδηγούν σε επιληπτικές κρίσεις, είναι:
• Γενική εξέταση αίματος. Για την αξιολόγηση των κυττάρων του αίματος και τον έλεγχο ποικίλλων συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων των λοιμώξεων.
• Μέτρηση γλυκόζης. Για τον έλεγχο ύπαρξης διαβήτη.
• Γενική εξέταση ΕΝΥ. Για τον έλεγχο της μόλυνσης και τη διάγνωση της μηνιγγίτιδας και εγκεφαλίτιδας.
• Καλλιέργεια αίματος. Για τον έλεγχο ύπαρξης σηψαιμίας ή λοίμωξης στο αίμα.
*BRPAGE*
Πρόληψη και Θεραπεία
Πολλές περιπτώσεις επιληψίας μπορεί να προληφθούν με τη λήψη προληπτικών μέτρων. Τέτοια είναι η αποφυγή τραυματισμού στο κεφάλι, όπως το κράνος και η ζώνη ασφαλείας στο αυτοκίνητο, κατά την οδήγηση. Η προγεννητική φροντίδα μπορεί να συμβάλλει στην αποφυγή λοιμώξεων και άλλων αιτίων που προκαλούν εγκεφαλικές βλάβες στο έμβρυο. Η θεραπεία ιατρικών καταστάσεων όπως υπέρταση και καρδιαγγειακή νόσο κατά την ενηλικίωση μπορεί επίσης να βοηθήσει στην πρόληψη της επιληψίας.
Η αποτελεσματική θεραπεία εξαρτάται από την ακριβή διάγνωση του τύπου της επιληψίας. Το 70-80% των ασθενών, μπορούν να ελέγξουν τις επιληπτικές κρίσεις με τα διαθέσιμα μέσα, όπως φαρμακευτική αγωγή και χειρουργική επέμβαση.
Σε άτομα που νοσούν, οι επιληπτικές κρίσεις μπορεί συχνά να αποτραπούν ή να μειωθούν μετά την λήψη των κατάλληλων αντι-επιληπτικών φάρμακων. Η καρβαμαζεπίνη, η φαινυτοΐνη, η φαινοβαρβιτάλη και το βαλπροϊκό οξύ χορηγούνται συνήθως για τη θεραπεία της επιληψίας. Η επιλογή του φαρμάκου εξαρτάται από το άτομο και από τον τύπο της κρίσης. Οι ασθενείς θα πρέπει να συνεργαστούν με το γιατρό τους για να βρουν το σωστό φάρμακο(-α) και τη σωστή δοσολογία. Σε περιπτώσεις όπου το φάρμακο δεν είναι αποτελεσματικό ή προκαλεί σοβαρές παρενέργειες, μία ειδική δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και χαμηλή σε υδατάνθρακες μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο των κρίσεων. Για ορισμένους τύπους της επιληψίας, η χειρουργική επέμβαση είναι η καλύτερη επιλογή για τη μείωση ή την εξάλειψη των επιληπτικών κρίσεων.
Ο αριθμός των επιληπτικών κρίσεων μπορεί επίσης να μειωθεί με την αποφυγή στέρησης ύπνου, υπερβολικής πίεσης, ή κατανάλωσης αλκοόλ και τη χρήση παράνομων ναρκωτικών ουσιών (π.χ., κοκαΐνη). Η θεραπεία των υποκείμενων συνθηκών μπορεί να μειώσει τη συχνότητα των επιληπτικών κρίσεων. Η εμφύτευση διεγέρτη του πνευμονογαστρικού νεύρου (VNS) αποτελεί εναλλακτική θεραπεία για όσους έχουν επιληπτικές κρίσεις που δεν ελέγχονται σε ικανοποιητικό βαθμό από τη φαρμακευτική αγωγή. Συνεχώς ερευνώνται περισσότερες συσκευές και μέθοδοι αντιμετώπισης. Για περισσότερα σχετικά με τις επιλογές θεραπείας, επισκεφθείτε τη σελίδα του NINDS SeizuresandEpilepsy: HopeThroughResearch.