Απαραίτητη η ολιστική αντιμετώπιση των ελλείψεων σε αίμα στην Ελλάδα
Η Διεθνής Ομοσπονδία Θαλασσαιμίας (ΔΟΘ), οργανισμός που αντιπροσωπεύει πάνω από 232 συνδέσμους ασθενών με θαλασσαιμία και άλλες αιματολογικές διαταραχές από συνολικά 63 χώρες παγκοσμίως, εκφράζει εντονότατη ανησυχία και προβληματισμό σχετικά με τα πρόσφατα δημοσιεύματα στον ελληνικό τύπο και τις καταγγελίες ασθενών για περιορισμένα αποθέματα αίματος που έχουν οδηγήσει σε υπομεταγγίσεις ή σε αναβολές στις μεταγγίσεις χρόνιων ασθενών, υποβάλλοντάς τους για πολλοστή φορά σε τεράστια ταλαιπωρία.
Η ατέρμονη προσπάθεια των θαλασσαιμικών και άλλων συνανθρώπων μας να εξασφαλίσουν το πλέον απαραίτητο για την επιβίωσή τους αίμα υπογραμμίζεται εμφατικά και από τα επονείδιστα στοιχεία που καταδεικνύουν πως η Ελλάδα καταφεύγει σε ποσοστό 37% στη συλλογή αίματος από συγγενείς και φίλους των ασθενών για να καλυφθούν οι υφιστάμενες ανάγκες. Πρόκειται για μια πρακτική παρωχημένη, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για εθελοντική, μη αμειβόμενη αιμοδοσία ως βασικής αρχής του αιμοδοτικού συστήματος.
Η εν λόγω κατάσταση που σκιαγραφείται εν έτει 2022 στην Ελλάδα είναι επιεικώς απαράδεκτη, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι είναι μία εκ των χωρών που πρωτοστάτησαν και αποτέλεσαν παγκόσμιο παράδειγμα στη διαχείριση της θαλασσαιμίας και άλλων αιματολογικών νόσων στο παρελθόν. Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται σήμερα σε αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, όπου η Ομοσπονδία πασχίζει να καλλιεργήσει και να αναπτύξει την κουλτούρα της εθελοντικής αιμοδοσίας και, αναντίρρητα, δε τιμά και δε συνάδει στην εικόνα της Ελλάδας ως σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.
Σε καμία περίπτωση το αξιέπαινο έργο που επιτελούν οι Τράπεζες Αίματος, οι εθελοντικές οργανώσεις αιμοδοσίας και οι σύνδεσμοι ασθενών στην Ελλάδα δεν επαρκεί για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του κρίσιμου ζητήματος των ελλείψεων.
Ως εκ τούτου, και ορμώμενη από την ευρεία εμπειρογνωμοσύνη που διαθέτει στον τομέα αυτό, απότοκο της μακρόχρονης συνεργασίας της με τον ΠΟΥ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και πολλούς άλλους διεθνείς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται ενεργά επί των θεμάτων της επάρκειας και ασφάλειας του αίματος, η ΔΟΘ απευθύνει δημόσια έκκληση στην ελληνική κυβέρνηση, το Υπουργείο Υγείας και τους λοιπούς αρμόδιους φορείς να εγκύψουν με αποφασιστικότητα στο σοβαρό αυτό ζήτημα και να εξεύρουν άμεσες λύσεις με στόχο τη διασφάλιση της μέγιστης δυνατής σταθερότητας και συστηματικότητας στην προσφορά αίματος και την ανακούφιση των επηρεαζόμενων ασθενών.
Η πρόσφατη αναβάθμιση των κοινοτικών οδηγιών για το αίμα, τους ιστούς και τα κύτταρα σε έναν Ενιαίο Ευρωπαϊκο Κανονισμό, καθώς και οι σύγχρονες, καινοτόμες πρακτικές που προωθούνται εδώ και χρόνια από τον ΠΟΥ και άλλους επιστημονικούς και ακαδημαϊκούς φορείς και αποσκοπούν στη βελτιστοποίηση της χρήσης του διαθέσιμου αίματος προς αποτροπή της κακοδιαχείρισης ή σπατάλης του, ανοίγουν νέες προοπτικές στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Πρόκειται, πιο συγκεκριμένα, για προγράμματα, όπως εκείνο της αποτελεσματικής διαχείρισης του αίματος των ασθενών (Patient Blood Management – PBM) και της ασφαλούς, κλινικά αποτελεσματικής και χρήσιμης κλινικής χρήσης του αίματος του αιμοδότη (Optimal Blood Use).
Υπεράνω όλων, βεβαίως, βρίσκεται η ανάγκη ανάπτυξης ενός καλά δομημένου και κεντρικά οργανωμένου συστήματος, στη θέση του αποκεντρωμένου δικτύου υπηρεσιών αιμοδοσίας που υπάρχει μέχρι σήμερα στη χώρα, στο πλαίσιο του οποίου θα παρακολουθείται συνεχώς η συλλογή, διαχείριση και διάθεση του αίματος και θα προωθούνται διορθωτικά μέτρα, όταν απαιτείται.
Δεν είναι δυνατόν πληθώρα άλλων χωρών με μεγάλους αριθμούς μεταγγισιοεξαρτώμενων ατόμων, όπως π.χ. το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Γαλλία, να ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες για αίμα και η Ελλάδα να συνεχίσει να εισάγει από το εξωτερικό χιλιάδες μονάδες αίματος ετησίως ή να βασίζεται σε δότες αντικατάστασης.
Η χάραξη μια μακρόπνοης στρατηγικής για τη στήριξη και ενίσχυση της εθελοντικής αιμοδοσίας, η κεντρική διαχείριση του αίματος, η υποχρεωτική καταγραφή των αναγκών σε αίμα και η λήψη συγκεκριμένων μέτρων σε περίπτωση ελλείψεων, η εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας στις σύγχρονες αρχές και μεθόδους εφαρμογής της διαχείρισης του αίματος των ασθενών και η υιοθέτηση και προσαρμογή στις εθνικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες καλών πρακτικών από άλλες χώρες, είναι σημαντικά εργαλεία που χρειάζεται να αξιοποιηθούν άμεσα.