Ανοσοποιητικό σύστημα και οργανισμός:έχω γρίπη ή κορωνοϊό;
Η θερμοκρασία περιβάλλοντος σταδιακά μειώνεται και βαρύς Χειμώνας αναμένεται. Καθώς η παραμονή σε κλειστούς χώρους βαίνει αυξανόμενη, αρκετοί παραδοσιακοί αναπνευστικοί ιοί με προεξάρχουσα την γρίπη αρχίζουν να προελαύνουν. Αυτό ανησυχεί πολλούς συμπολίτες μας ιδιαίτερα αυτή την περίοδο στην οποία ο νέος κορονοϊός διασπείρεται παράλληλα στην κοινότητα.
Ένα σύνηθες ερώτημα που τίθεται από τον ασθενή στο μαχόμενο ιατρό κατά την καθημερινή κλινική πράξη, είναι εάν με βάση τα συμπτώματά του, μπορεί να καταλάβει με ασφάλεια εάν πρόκειται για γρίπη ή κορονοϊό.
Το αμυντικό σύστημα του ανθρώπου περιλαμβάνει πολλούς μηχανισμούς άμυνας και προστασίας έναντι των ιών που εισβάλλουν στο σώμα με την αναπνοή. Το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα που φιλτράρει τον εισπνεόμενο αέρα, αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας. Οι παραρρίνιοι κόλποι γύρω από τη μύτη, συντελούν στην παραγωγή υψηλών ποσοτήτων τοξικών ουσιών για τους ιούς. Το αναπνευστικό επιθήλιο παράγει βλέννα, η οποία παροχετεύεται στην ρινική κοιλότητα, με κινήσεις κροσσών. Τα ιστικά μακροφάγα είναι μόνιμα καθηλωμένα κύτταρα στους ιστούς, με ικανότητα φαγοκυττάρωσης.
Ο πλούσιος σε ιστικά μακροφάγα λεμφικός ιστός (δικτυοκύτταρα λεμφικού ιστού), που εδράζεται στους λεμφαδένες, το σπλήνα, τον θύμο, τις αμυγδαλές, έχει κεντρικό ρόλο κατά την άμυνα. Καθώς ο ιός εισέρχεται σε βαθύτερα στρώματα, χημικές ουσίες που απελευθερώνονται, λόγω της φλεγμονής, αποκτούν σημαντικές δράσεις.
Η ισταμίνη και η βραδυκινίνη περιχαρακώνουν την περιοχή της φλεγμονής. Οι κυτοκίνες (π.χ. οι ιντερλευκίνες, η ιντερφερόνη α), συντελούν στην ρύθμιση ανοσιακών, αποτοξινωτικών και αιμοποιητικών διεργασιών.
Τα πυρετογόνα, έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα την ρύθμιση της κεντρικής θερμοκρασίας σε υψηλότερα επίπεδα από τον υποθάλαμο και την εμφάνιση πυρετού. Σημαντικός είναι ο ρόλος των λευκών αιμοσφαιρίων που κυκλοφορούν στο αίμα και του συμπληρώματος που αποτελεί σύστημα ανενεργών ενζύμων του αίματος, ενεργοποιούμενο κατά την ανάπτυξη φλεγμονής. Ως συνέπεια των ανωτέρω, τα συμπτώματα που προκύπτουν μετά από την επίθεση ενός αναπνευστικού παθογόνου μικροοργανισμού εξαρτάται εκτός από το είδος του και από την θέση εγκατάστασης του επιτιθέμενου αιτίου που συνδέεται ευθέως με την δύναμη του ανοσοποιητικού συστήματος και την ικανότητα που αυτό έχει να περιχαρακώσει ή όχι τον ιό σε επιφανειακά στρώματα. Εάν οι ιοί περιχαρακωθούν σε επιφανειακά στρώματα, η συμπτωματολογία είναι ήπια και παρόμοια: Μπούκωμα, καταρροή, ρινική συμφόρηση.
Όσο οι ιοί ωστόσο επελαύνουν σε εσωτερικά στρώματα του σώματος, κινητοποιούνται βαθύτερες φλεγμονώδεις αντιδράσεις, με συμπτώματα γενικευμένης φλεγμονής (πυρετός, μυαλγίες, πονοκέφαλος) που όχι σπάνια έχουν το στίγμα του ιού. Παρά ταύτα, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση ανάλογα και με το ιικό φορτίο που εισβάλλει στο σώμα αλλά και τις ιδιαιτερότητες του ανοσοποιητικού συστήματος κάθε οργανισμού, πολλές περιπτώσεις λοίμωξης έχουν ταυτόσημα συμπτώματα και μόνο με ειδικό εργαστηριακό τεστ μπορεί να γίνει η διάγνωση.
Tι πρέπει να γνωρίζετε όταν πρόκειται για τυπικές, συνήθεις περιπτώσεις προσβολής και σε ανθρώπους με συνήθη ανοσολογική άμυνα:
· Η ανοσμία και η αγευσία είναι συχνά συμπτώματα όταν η απόφραξη της μύτης και το μπούκωμα είναι εκτεταμένα, τόσο στην γρίπη όσο και στον κορονοϊό. Η δυσανάλογης έντασης αναλογικά με το μπούκωμα ανοσμία ή αγευσία είναι παρά ταύτα ένδειξη φλεγμονής από κορονοϊό.
· Ο κορονοϊός παρουσιάζει σοβαρότερα συμπτώματα σε επί μέρους όργανα: Η δύσπνοια, που αποτελεί κατάσταση βαθύτερης δυσχέρειας αναπνοής μη οφειλόμενης σε απλή ρινική συμφόρηση και απόφραξη μύτης, η πτώση του κορεσμού του οξυγόνου όπως μετράται με ειδικά όργανα, τα οξύμετρα είναι συχνότερα στον κορονοϊό.
· Η διάρκεια των συμπτωμάτων διαφέρει στις τυπικές μη επιπλεγμένες περιπτώσεις. Στην γρίπη ο πυρετός εμφανίζει ταχεία άνοδο κατά το πρώτο 24ωρο, πέφτει βαθμιαία σε διάστημα δύο – τριών ημερών ενώ η νόσος γενικά λύεται εντός δύο έως πέντε ημερών. Συμπτώματα κακουχίας εάν υπάρχουν συνήθως δεν διαρκούν πάνω από είκοσι ημέρες. Στον κορονοϊό αντίθετα τα συμπτώματα είναι πιο παρατεταμένα, στις τυπικές περιπτώσεις διαρκούν επτά-δεκατέσσερεις ημέρες ενώ τα συμπτώματα κακουχίας διαρκούν επί αρκετές εβδομάδες.