Βιταμίνη D: Πως επηρεάζει τα αυτοάνοσα νοσήματα;

Η βιταμίνη D δεν μειώνει τους καρδιαγγειακούς κινδύνους Facebooktwitterpinterest

Η Βιταμίνη D είχε μέχρι πρότινος εδραιωθεί στη σκέψη μας ως η Βιταμίνη που μας προστατεύει από τις δυσάρεστες συνέπειες της οστεοπόρωσης. Οι ευεργετικές της ιδιότητες, όμως δεν περιορίζονται μόνο σε αυτό, αλλά επιδρούν σε πολλαπλά συστήματα του οργανισμού. Η Βιταμίνη D συνδέεται με χαμηλή θνησιμότητα από οποιονδήποτε παράγοντα, ενώ έχει υποστηριχθεί ότι αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές παραμέτρους για τη διατήρηση και την ενίσχυση της καλής μας υγείας.

Έχει, μάλιστα, συσχετισθεί άμεσα με την ενδυνάμωση του αμυντικού μας συστήματος.

Αναβαθμιζόμενη από απλή βιταμίνη, κατατάσσεται στις λεγόμενες πυρηνικές ορμόνες, όπως είναι η κορτιζόλη και τα οιστρογόνα. Ως πυρηνικές ορίζονται οι ορμόνες εκείνες που δρουν απευθείας στο γονιδίωμα, επηρεάζοντας τη λειτουργία ενός μεγάλου ποσοστού γονιδίων. Έτσι, λοιπόν, και η Βιταμίνη D παρεμβαίνει, διά μέσου της σύνδεσης της με ενδοπυρηνικούς υποδοχείς, στην έκφραση γονιδίων στόχων, επιδρώντας καταλυτικά στο ανοσοποιητικό μας σύστημα.

Γι αυτό το λόγο, τα μειωμένα επίπεδα Βιταμίνης D στο αίμα έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης μίας σωρείας νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένων και των αυτοάνοσων, όπως η Σκλήρυνση κατά πλάκας και η Ρευματοειδής αρθρίτιδα. Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες έχουν υποστηρίξει ότι η Βιταμίνη D ρυθμίζει τις αντιδράσεις του ανοσοποιητικού που εμπλέκονται στην εκδήλωση αυτοάνοσων παθήσεων, σύμφωνα με δημοσίευση που έγινε στο Frontiers in Immunology.

Ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς από το γεγονός ότι οι επαρκείς συγκεντρώσεις του σώματος σε Βιταμίνη D ενισχύουν την ανοσία του οργανισμού. Ως εκ τούτου, αν τα επίπεδά της κυμαίνονται εντός των φυσιολογικών ορίων, τότε μπορεί να αποτραπεί ή να περιοριστεί η πιθανότητα ανάπτυξης αυτοάνοσων νοσημάτων.

Βιταμίνη D και κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος
Έχει διαπιστωθεί, βάσει ερευνητών, ότι η Βιταμίνη D επιδρά σε κομβικά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Η ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου προσηλώθηκε στην ανεύρεση του τρόπου με τον οποίο η Βιταμίνη D καθορίζει την ικανότητα των δενδριτικών να ενεργοποιούν τα Τ-κύτταρα. Πρόκειται για μία κατηγορία κυττάρων που είναι ζωτικής σημασίας σε υγιή άτομα, καθώς συμβάλλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των λοιμώξεων. Παρόλα αυτά, σε πάσχοντες από αυτοάνοσες παθήσεις, δεν αποκλείεται να αρχίσουν να επιτίθενται στα κύτταρα, τους ιστούς και τα όργανα του ίδιου τους του σώματος.

Για την εκπόνηση της έρευνας, μελετήθηκαν κύτταρα ποντικιών και ανθρώπων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, διεξήχθη το συμπέρασμα ότι η Βιταμίνη D προκάλεσε την παραγωγή από τα δενδριτικά κύτταρα περισσότερων μορίων CD31 στην επιφάνεια τους, γεγονός που λειτούργησε αποτρεπτικά στην ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων. Συγκεκριμένα, το CD31 συνέβαλε στην προστασία των κυττάρων από τη δημιουργία μίας σταθερής επαφής, μία κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως βασικό στοιχείο της διαδικασίας ενεργοποίησης. Συνεπώς, η αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος ήταν κατά πολύ περιορισμένη.

Όλα αυτά τα ευρήματα μπορούν να μας διαφωτίσουν όσον αφορά στο μηχανισμό με τον οποίο οι μεταβολίτες της Βιταμίνης D επιδρούν στο ανοσοποιητικό σύστημα και να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα ελλιπή επίπεδα Βιταμίνης D δύνανται να οδηγήσουν στην αύξηση της παθογένειας των αυτοάνοσων παθήσεων.

Τα μειωμένα επίπεδα Βιταμίνης D θεωρούνται εδώ και καιρό σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση αυτοάνοσων ασθενειών, βάσει των λεγομένων ενός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, Richard Mellanby.

Ορισμός της έλλειψης Βιταμίνης D
Τα επίπεδα της Βιταμίνης D στο αίμα μπορούν να μετρηθούν με τη βοήθεια μίας απλής εξέτασης αίματος. Σύμφωνα με τους ειδικούς, θεωρείται ότι παρουσιάζουμε έλλειψη Βιταμίνης D, όταν τα επίπεδα της στο αίμα είναι χαμηλότερα από 20 ngr/dl. Οι τιμές της Βιταμίνης D που κυμαίνονται μεταξύ των 20 και 30 ngr/dl υποδηλώνουν ανεπάρκεια Βιταμίνης D, μία λιγότερο επιζήμια κατάσταση από την έλλειψη.

Το κύριο πρόβλημα, πάντως, έγκειται στο γεγονός ότι σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τα ελλιπή επίπεδα Βιταμίνης D. Πολύ πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν ότι στις μέρες μας ολόκληρος ο Δυτικός κόσμος αντιμετωπίζει πανδημία έλλειψης Βιταμίνης D, με τη χώρα μας να μην αποτελεί εξαίρεση.

Μπορεί να ακούγεται παράδοξο αυτό, γιατί πολλοί από εμάς έχουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι η έντονη ηλιοφάνεια που επικρατεί στη χώρα μας αρκεί για την κάλυψη των αναγκών μας σε Βιταμίνη D. Η πραγματικότητα, όμως, ανατρέπει πλήρως τα δεδομένα. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στην Ελλάδα παρουσιάζει ανεπάρκεια Βιταμίνης D!

Αυτή η πανδημία έλλειψης Βιταμίνης D οφείλεται στο γεγονός ότι παρόλο που η Βιταμίνη D συντίθεται από την ηλιακή ακτινοβολία πάνω στην επιδερμίδα, υπάρχουν κάποιοι γονιδιακοί/οργανικοί παράγοντες που εμποδίζουν τις διαδικασίες σύνθεσης της. Η παραγωγή της Βιταμίνης D επιτυγχάνεται επιφανειακά στο δέρμα και απαιτείται χρονικό διάστημα 48 ωρών για την απορρόφηση της στην κυκλοφορία του αίματος. Η συνεχής χρήση αντηλιακών μπορεί να αποτελέσει έναν από τους λόγους που αποτρέπουν τη σύνθεση της Βιταμίνης D, διότι εμποδίζει την επενέργεια που ασκεί η ηλιακή ακτινοβολία στο δέρμα μας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακολουθεί η πτώση των επιπέδων της Βιταμίνης D και οδηγούμαστε σε έλλειψη.

Η κατάσταση αυτή προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς έχει πλέον αποδειχθεί ότι τα αυτοάνοσα νοσήματα σχετίζονται αλληλένδετα με ελλιπή επίπεδα Βιταμίνης D. Αυτή η έλλειψη επαρκών ποσοτήτων Βιταμίνης D μπορεί να συνδέεται άρρηκτα με τη διαρκώς αυξανόμενη έξαρση που παρουσιάζουν τα αυτοάνοσα νοσήματα σε Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Αυστραλία.

Πιο συγκεκριμένα, έχουν σημειωθεί αρκετές συσχετίσεις για τη Θυρεοειδίτιδα Hashimoto, την Ψωρίαση, τη Νόσο Crohn, τη Ρευματοειδή αρθρίτιδα, τη Σκλήρυνση κατά πλάκας και το Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1. Χαρακτηριστικό των αυτοάνοσων νοσημάτων, μάλιστα, αποτελεί το γεγονός ότι εκδηλώνονται με περιόδους εξάρσεων και υφέσεων. Τα μειωμένα επίπεδα Βιταμίνης D στο αίμα εντείνουν τις εξάρσεις της συγκεκριμένης κατηγορίας νοσημάτων και μπορεί να οδηγήσουν στην επιδείνωση των συμπτωμάτων της εκάστοτε ασθένειας.

Τρόποι εφοδιασμού του οργανισμού με τις ιδανικές ποσότητες Βιταμίνης D
Η μεγάλη σπουδαιότητα της Βιταμίνης D στην αιτιοπαθολογία, καθώς και στη θεραπευτική αντιμετώπιση των αυτοάνοσων παθήσεων, είναι, πλέον, αναμφισβήτητη. Τα άτομα χρειάζεται να ελέγχουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα τα επίπεδα της Βιταμίνης D στον οργανισμό και σε περίπτωση που παρουσιάζουν έλλειψη κρίνεται απαραίτητο να εφοδιάζονται με τις απαραίτητες ποσότητες.

Τα ιδανικά επίπεδα της Βιταμίνης D κυμαίνονται μεταξύ των 60 έως 100 ngr/dl. Χρειάζεται να υπογραμμιστεί ότι το κλάσμα της D3, (OH)25D3 αποτελεί το κλάσμα της D που πρέπει να μετράται, με στόχο την απόκτηση μίας πλήρους εικόνας όσον αφορά στις συγκεντρώσεις της Βιταμίνης D στον οργανισμό μας.

Είναι επιτακτική και απαραίτητη προϋπόθεση η συστηματική μέτρηση της Βιταμίνης D στο σώμα μας και η διατήρηση των ιδανικών της επιπέδων. Πρόκειται για τον πιο απλό και αποτελεσματικό τρόπο μέσω του οποίου θα μπορούσαμε να προλάβουμε και να αποτρέψουμε την ανάπτυξη μίας αυτοάνοσης νόσου, καθώς η επάρκεια Βιταμίνης D μπορεί να θωρακίσει επαρκώς το ανοσοποιητικό μας σύστημα.

Το καλό είναι ότι, πλέον, έχουμε στη φαρέτρα μας Εξειδικευμένες Διαγνωστικές εξετάσεις, σε μοριακό επίπεδο, οι οποίες μπορούν να ανιχνεύσουν τυχόν ανεπάρκειες και βιοχημικές εκτροπές σε κυτταρικό και ορμονικό επίπεδο. Οι εξειδικευμένες αυτές εξετάσεις μετρούν πλέον 39 δείκτες και διερευνούν τα μεταβολικά και ορμονικά μονοπάτια. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούν να εντοπίσουν τις ελλείψεις πολύτιμων θρεπτικών συστατικών, ορμονών και βιταμινών, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η Βιταμίνη D.

Βάσει, λοιπόν, των διαγνωστικών ευρημάτων, μπορούν να διαμορφωθούν τα κατάλληλα Ιατρικά Θεραπευτικά πρωτόκολλα, σε περίπτωση που ανευρεθούν τυχόν ανεπάρκειες ή ελλείψεις.
Η θεραπεία μπορεί να βασιστεί είτε στην ορμονική αποκατάσταση του οργανισμού με Φυσικές ορμόνες, είτε στη συμπληρωματική λήψη Βιταμίνης D ή στη χορήγηση ενός “Unique blend”, ενός μείγματος μικροθρεπτικών συστατικών. Το θεραπευτικό πρωτόκολλο που θα διαμορφωθεί χορηγείται εξατομικευμένα και κρίνεται με γνώμονα τις ανάγκες του κάθε ατόμου, τις διαφόρων ειδών ελλείψεις που παρουσιάζει ο οργανισμός του και γενικότερα καθορίζεται από τη συνολική κατάσταση της υγείας του.

Dr. Νικολέτα Κοΐνη M.D. Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής

Dr. Νικολέτα Κοΐνη M.D.
Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής
Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.