Τροφική αλλεργία – Επιβραδυνόμενες αντιδράσεις
Σε πολλές περιπτώσεις, το τρόφιμο δεν προκαλεί αντίδραση άμεσα, αλλά μετά από κάποιες ώρες από την κατανάλωσή του. Αυτή η καθυστέρηση συμβάλλει στο να μην υποπτευθεί ο ασθενής το τρόφιμο ως αίτιο των συμπτωμάτων του και να συνεχίζει την κατανάλωση χωρίς περιορισμούς.
Πολύ συχνή επιβραδυνόμενου τύπου αλλεργία είναι η αλλεργική πρωκτοκολίτιδα, η οποία παρατηρείται στα βρέφη. Χαρακτηρίζεται από την παρουσία βλεννοαιματηρών κενώσεων σε κατά τα άλλα υγιή βρέφη. Έχει πολύ καλή πρόγνωση καθώς στα περισσότερα παιδιά θα έχει υποχωρήσει μέχρι τα πρώτα τους γενέθλια.
Το σύνδρομο εντεροκολίτιδας εξαρτώμενο από τρόφιμα – FPIES (food protein induced enterocolitis syndrome) παρατηρείται τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά. Εκδηλώνεται με επαναλαμβανόμενους εμέτους και ενδεχομένως διάρροιες που ακολουθούν 4-6 περίπου ώρες από την κατανάλωση του τροφίμου. Πρόκειται για μια ιατρική κατάσταση που μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνη καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις (~ 20%), μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση, υπόταση και λήθαργο. Οι ασθενείς που πάσχουν από FPIES πρέπει να παρακολουθούνται στενά από τον αλλεργιολόγο τους, να βρεθεί το υπεύθυνο τρόφιμο και να απομακρυνθεί από τη δίαιτα αλλά και για να καθοριστεί η ασφαλέστερη στιγμή για την πρόκληση και την απελευθέρωση του τροφίμου.
Η ατοπική δερματίτιδα είναι αρκετά συχνή και ενώ η συσχέτιση με τρόφιμα δεν είναι πάντα απαραίτητη, σε πολλές περιπτώσεις ανθεκτικής στην αγωγή νόσου ή σε περιπτώσεις εξάρσεων χωρίς σαφές αίτιο, η πιθανότητα τροφικής αλλεργίας πρέπει να διερευνάται (τροφοεξαρτώμενη ατοπική δερματίτιδα).
Η διάγνωση των παραπάνω νόσων διαφέρει από αυτή που περιγράφηκε για τις αντιδράσεις άμεσου τύπου. Εδώ, εκτός από το ιστορικό, κύριο ρόλο παίζουν οι επιδερμιδικές δοκιμασίες. Τα δερματικά τεστ νυγμού και ο αιματολογικός έλεγχος γίνονται μόνο προληπτικά ενόψει της επαναχορήγησης του τροφίμου και όχι για τη διάγνωση ενδεχόμενης αλλεργίας.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται πολύ μεγάλη αύξηση των ηωσινοφιλικών γαστρεντερικών παθήσεων. Πρόκειται για αλλεργικά νοσήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από την παρουσία ηωσινοφίλων κυττάρων στην εσωτερική επιφάνεια του αυλού του γαστρεντερικού συστήματος προκαλώντας χρόνια φθορά. Ανάλογα με το σημείο στο οποίο εντοπίζεται η συσσώρευση των ηωσινόφιλων κυττάρων, οι παθήσεις που περιλαμβάνονται σε αυτή την κατηγορία ονομάζονται ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα, ηωσινοφιλική γαστρεντερίτιδα και ηωσινοφιλική κολίτιδα. Εμφανίζονται σε παιδιά και ενήλικες και προκαλούν συμπτώματα ανάλογα με την ηλικία και τη χρονική διάρκεια της νόσου. Η ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα στα παιδιά μπορεί να προκαλέσει αποστροφή για ορισμένα τρόφιμα, αναγωγές, πόνο ή και απώλεια βάρους. Σε μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες τα συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσκολία στην κατάποση ή και ενσφήνωση τροφής, δηλαδή αδυναμία κατάποσης της τροφής, η οποία «σφηνώνει» σε κάποιο σημείο του οισοφάγου. Η ηωσινοφιλική εντερίτιδα/κολίτιδα μπορεί να προκαλεί από ελάχιστα άτυπα συμπτώματα μέχρι διάρροιες, αιμορραγία, τυμπανισμό, κοιλιακό άλγος κ.ά.
Η διάγνωση βασίζεται αρχικά στη βιοψία που λαμβάνει ο γαστρεντερολόγος μετά από ενδοσκόπηση. Στη συνέχεια, ο αλλεργιολόγος προσπαθεί να εντοπίσει το υπεύθυνο τρόφιμο χρησιμοποιώντας αιματολογικό έλεγχο και δερματικές δοκιμασίες (δερματικά τεστ νυγμού και επιδερμιδικές δοκιμασίες).
Το είδος αυτό της γαστρεντερικής αλλεργίας αντιμετωπίζεται σχετικά επιτυχώς με κορτιζονούχα σκευάσματα, αλλά λόγω της χρόνιας διαδρομής της πάθησης, είναι πολύ σημαντικό να εντοπιστούν τα ένοχα τρόφιμα. Με την αποφυγή των υπεύθυνων αλλεργιογόνων μπορεί κανείς να βελτιώσει τα συμπτώματα, αλλά και να μειώσει τις ανάγκες για φαρμακευτική αγωγή.