Κάταγμα Πέους
ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ
Το κάταγμα πέους είναι μία κάκωση του λευκού χιτώνα η οποία συνοδεύεται από ρήξη του σηραγγώδους σώματος. Σπανίως αφορά και τα δύο σηραγγώδη σώματα και συνήθως συμβαίνει στο εγγύτερο τμήμα σε ραχιαία ή πλάγια θέση. Συνήθως συμβαίνει κατά τη διάρκεια έντονης σεξουαλικής δραστηριότητας, όταν το πέος σε στύση χτυπήσει στο περίνεο ή στην ηβική περιοχή και καμφθεί.
Άλλες συνθήκες στις οποίες μπορεί να συμβεί κάταγμα πέους είναι πτώση ή στροφή στο κρεβάτι με το πέος σε στύση ή σπανιότερα αν το πέος σε στύση καμφθεί με το χέρι κατά τη διάρκεια αυνανισμού. Στο 20 με 38% των περιπτώσεων συμβαίνει και κάκωση της ουρήθρας.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ.
Το ιστορικό και η κλινική εξέταση συνήθως τεκμηριώνουν τη διάγνωση. Το κάταγμα του πέους χαρακτηρίζεται από ένα χαρακτηριστικό ήχο σαν κρακ ή ποπ, πόνο και άμεση απώλεια στύσης. Το πέος πρήζεται γρήγορα εξ’ αιτίας του αιματώματος. Η ρήξη του λευκού χιτώνα μπορεί να είναι ψηλαφητή εάν το αιμάτωμα δεν είναι πολύ μεγάλο. Η αιμορραγία μπορεί να επεκταθεί κατά μήκος των στρωμάτων των περιτονιών του πέους και αν έχει ρήξη και της περιτονίας του Buck έχουμε επέκταση του αιματώματος στο όσχεο, περίνεο και στην υπερηβική χώρα δημιουργώντας το χαρακτηριστικό αιμάτωμα σε μορφή πεταλούδας. Εάν έχει γίνει κάκωση της ουρήθρας μπορεί να έχουμε αιμορραγία της ουρήθρας, παρουσία αίματος στα ούρα ή επίσχεση ούρων. Εντούτοις η απουσία αυτών συμπτωμάτων δεν αποκλείει την πιθανότητα κάκωσης της ουρήθρας.
Απεικονιστικές εξετάσεις
Το υπερηχογράφημα είναι πιθανότατα η καλύτερη εξέταση στην περίπτωση κατάγματος του πέους γιατί είναι απλό, ξεκαθαρίζει τις ανατομικές δομές και μπορεί να γίνει έλεγχος των αγγείων με το τρίπλεξ. Τα μοντέρνα μηχανήματα υπερήχων έχουν αυξημένη ευαισθησία αλλά η εξέταση απαιτεί μεγάλη εμπειρία από την πλευρά του χειριστή. Η σηραγγογραφία μπορεί να εντοπίσει κακώσεις του λευκού χιτώνα σε ασαφή περιστατικά και θεωρείται ο χρυσός κανόνας. Εντούτοις είναι σχετικά άγνωστη ως εξέταση στους ουρολόγους και ακτινολόγους και έχει ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων 15% στην περίπτωση μικρών κακώσεων ή όταν η αιμορραγία σταματά από έναν θρόμβο. Η μαγνητική τομογραφία είναι σήμερα η εξέταση με την καλύτερη διαγνωστική ικανότητα, επειδή όμως έχει περιορισμένη διαθεσιμότητα και υψηλό κόστος, επιφυλάσσεται για ασθενείς με ασαφή ιστορικό ή κλινικά συμπτώματα.
Διαφορική διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει τη ρήξη της αρτηρίας ή της ραχιαίας φλέβας του πέους, την νόσο του Mondor (θρομβοφλεβίτιδα της ραχιαίας φλέβας του πέους) και ρήξη του κρεμαστήρα συνδέσμου. Οι καλοήθεις κακώσεις ξεχωρίζουν από το κάταγμα του πέους, γιατί το κάταγμα του πέους σχετίζεται πάντοτε με άμεση μετατραυματική απώλεια στύσης.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ.
Συστήνεται να γίνει χειρουργείο αμέσως με καθαρισμό του αιματώματος και συρραφή του λευκού χιτώνα. Η χειρουργική προσέγγιση γίνεται με κυκλοτερή εκτομή και ταυτόχρονη περιτομή. Ουρηθρικός καθετήρας δεν χρειάζεται εκτός και αν υπάρχει κάκωση της ουρήθρας.
Ταυτόχρονες βλάβες.
Στη περίπτωση κάκωσης της ουρήθρας γίνεται συρραφή με λεπτά απορροφήσιμα ράμματα. Συνήθως η κάκωση της ουρήθρας και του σηραγγώδους σώματος βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και είναι προσπελάσιμα με την ίδια τομή. Ένας κρημνός από δαρτό συστήνεται να τοποθετείται μεταξύ του σηραγγώδους και του σπογγιώδους σώματος όταν η κάκωση αφορά και τα 2 σηρραγώδη σώματα έτσι ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία συριγγίου. Η τοποθέτηση καθετήρα για 7 με 10 ημέρες μετά το χειρουργείο είναι υποχρεωτική.
ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ
Οι κύριες επιπλοκές του κατάγματος του πέους είναι ίνωση, κάμψη και στυτική δυσλειτουργία ανάλογα με το είδος και το χρόνο της αντιμετώπισης. Η άμεση χειρουργική θεραπεία εξασφαλίζει καλύτερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα από τη συντηρητική θεραπεία (92% έναντι 59%). Ο χρόνος της χειρουργικής επιδιόρθωσης επηρεάζει επίσης τη συχνότητα επιπλοκών: είναι 0 με 8% για την άμεση επέμβαση συγκρινόμενο με το 10 με 40% των καθυστερημένων επεμβάσεων.