Εθισμός σε ουσίες: Μια νόσος του εγκεφάλου
Οι λέξεις «εθισμένος από …» όταν ακούγονται δημιουργούν σε πολλούς ανθρώπους αρνητικούς συνειρμούς και συναισθήματα. Ο εθισμένος σε κάποια ουσία ταυτίζεται εν πολλοίς με ένα άτομο που δε νοιάζεται για τίποτα, που έχει δημιουργήσει προβλήματα στην οικογένειά του, που έχει προβλήματα στη δουλειά του και το μόνο που τον απασχολεί είναι πώς θα βρει τα απαραίτητα χρήματα για να αγοράσει τη δόση του και να «ανέβει». Κι όμως υπάρχουν άτομα που είναι εθισμένοι σε μια ουσία, οι οποίοι κατά τα άλλα ζουν φυσιολογικά, όπως οι περισσότεροι από μας, και είναι απολύτως λειτουργικοί και παραγωγικοί στην καθημερινή τους ζωή.
Η πιο κλασική περίπτωση είναι οι εθισμένοι στη νικοτίνη.
Πριν εξετάσουμε για ποιους λόγους κάνει ο άνθρωπος κατάχρηση ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών και πώς μπορεί να εθιστεί σε αυτές θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε ορισμένους όρους.
Η κατάχρηση φαρμάκων αναφέρεται στην υπερβολική και επίμονη χρήση μιας ουσίας χωρίς να υπάρχει προφανής ιατρικός λόγος.
Η κατάχρηση μιας ουσίας οδηγεί τις περισσότερες φορές στην εξάρτηση ή τον εθισμό. Ο εθισμός είναι μια χρόνια, υποτροπιάζουσα νόσος που χαρακτηρίζεται από διαρκή ενασχόληση για την εύρεση της εξαρτησιογόνου ουσίας (π.χ. νικοτίνη, αλκοόλ, κάνναβη, ηρωίνη, κοκαΐνη, αμφεταμίνες, βενζοδιαζεπίνες, κ.α.), ακαταμάχητη επιθυμία και καταναγκασμό για τη λήψη της και αδυναμία περιορισμού ή διακοπής της χρήσης, η οποία δεν έχει καμία ιατρική αναγκαιότητα παρά μόνο αρνητικές συνέπειες για το άτομο.
Η έρευνα των τελευταίων ετών στις νευροεπιστήμες έχει καταδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο εθισμός είναι μια νόσος του εγκεφάλου.
Η αρχική απόφαση ενός ατόμου να δοκιμάσει μια ουσία επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες: γενετικούς, ιδιοσυγκρασιακούς, ψυχολογικούς και περιβαλλοντικούς. Από τη στιγμή, όμως, που μια εξαρτησιογόνος ουσία εισέλθει στον οργανισμό, μπορεί να προάγει μια συμπεριφορά συνεχούς αναζήτησης δρώντας κατευθείαν στον εγκέφαλο, επηρεάζοντας τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου και προκαλώντας μακροχρόνιες αλλαγές που επηρεάζουν τη μετέπειτα συμπεριφορά των χρηστών.
Για ποιο λόγο οι άνθρωποι καταφεύγουν στο να κάνουν κατάχρηση εθιστικών ψυχοτρόπων ουσιών; Αν και πολλοί φαίνεται να είναι οι παράγοντες που οδηγούν κάποιον στη χρήση εθιστικών ουσιών, οι άνθρωποι καταφεύγουν σε αυτήν για δύο κυρίως λόγους: για να νοιώσουν καλά (δηλαδή να βιώσουν ευφορία, ευχαρίστηση, ηδονή από τη λήψη αυτών των ουσιών) ή για να νοιώσουν καλύτερα (π.χ. να αντιμετωπίσουν το άγχος που μπορεί να έχουν ή τα καταθλιπτικά συμπτώματα και τη δυσφορία). Και στις δύο περιπτώσεις η λήψη ουσιών ενισχύει τον οργανισμό και οι ουσίες λειτουργούν ως ενισχυτές.
Οι εθιστικές ουσίες, εκτός από τις άμεσες ενισχυτικές ιδιότητες που έχουν, έχουν επίσης τη δυνατότητα να κινητοποιούν τη συμπεριφορά μέσω περιβαλλοντικών ερεθισμάτων με τα οποία έχουν συσχετιστεί-συνδεθεί κατά το παρελθόν. Έτσι, για παράδειγμα, η τοποθεσία όπου κάποιος έκανε κατά το παρελθόν χρήση μιας ουσίας ή τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε για τη χρήση, ή η μουσική που άκουγε παράλληλα, μπορούν από μόνα τους πλέον να προκαλέσουν μια κατάσταση ακαταμάχητης επιθυμίας για λήψη της ουσίας. Τέτοια εξαρτημένα ερεθίσματα φαίνεται ότι μπορούν να προκαλέσουν υποτροπή σε πρώην χρήστες, ακόμα και μετά από μακρά περίοδο αποχής από τη χρήση.
Αρκετές μελέτες, τόσο σε πειραματόζωα όσο και στον άνθρωπο, έχουν δείξει ότι οι εθιστικές ουσίες ενεργοποιούν τα εγκεφαλικά συστήματα ανταμοιβής, δηλαδή τα συστήματα αυτά που διαμεσολαβούν για να βιώσει κάποιος ηδονή-ευχαρίστηση. Το κυριότερο από αυτά τα συστήματα είναι το μεσομεταιχμιακό ντοπαμινεργικό σύστημα που προβάλλει από το κοιλιακό καλυπτρικό πεδίο στον επικλινή πυρήνα και άλλες μεταιχμιακές περιοχές του εγκεφάλου. Η λήψη εθιστικών ουσιών αυξάνει την απελευθέρωση ενδογενών ουσιών του εγκεφάλου, όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη σε αυτές τις περιοχές. Με τη συνεχιζόμενη, όμως, χρήση ο εγκέφαλος προσαρμόζεται και τα εγκεφαλικά συστήματα ανταμοιβής απευαισθητοποιούνται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση στερητικών συμπτωμάτων που ποικίλουν, ανάλογα με την ουσία στην οποία έχει εθιστεί κάποιος.
Το σύνδρομο στέρησης κατά κανόνα χαρακτηρίζεται από δύο διακριτές ομάδες συμπτωμάτων: τα φυσικά ή σωματικά (π.χ., ρίγη, κοιλιακό άλγος, υπερδραστηριότητα αυτόνομου νευρικού συστήματος) και τα συναισθηματικά ή υποκειμενικά (συμπτώματα που αποτελούν έναυσμα για τη συνέχιση της χρήσης, π.χ., δυσφορία, ευερεθιστότητα, άγχος, ανηδονία, καταθλιπτική διάθεση, ακαταμάχητη επιθυμία για χρήση). Τα συμπτώματα αυτά είναι δυσάρεστα, προκαλούν δυσφορία και για να τα αποφύγει ο χρήστης συνεχίζει να λαμβάνει την εξαρτησιογόνο ουσία.
Έτσι το άτομο εισέρχεται σε ένα φαύλο κύκλο.
Ο εγκέφαλος ενός εθισμένου διαφέρει και σε άλλα σημεία από αυτόν ενός μη εθισμένου. Υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση, σε πρωτεΐνες και ένζυμα, στη δομή και τη μορφολογία των νευρικών κυττάρων και τέλος στη μεταβολική δραστηριότητα. Με άλλα λόγια, η χρόνια χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών προκαλεί σημαντική αναδιοργάνωση στη δομή και λειτουργία του εγκεφάλου.
Η άποψη ότι ο εθισμός σε ουσίες είναι μια κατάσταση που προκαλείται από την αύξηση των επιπέδων ντοπαμίνης σε συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνεύσει από μόνη της μια τόσο πολύπλοκη και πολυδιάστατη συμπεριφορά. Εξάλλου, μελέτες έχουν δείξει ότι η αύξηση των επιπέδων ντοπαμίνης και οι ενισχυτικές ιδιότητες των εθιστικών ουσιών (π.χ., το “ανέβασμα” που προκαλεί η λήψη κοκαΐνης) είναι μικρότερες στα άτομα που έχουν εθιστεί σε σχέση με άτομα που δεν έχουν κάνει χρήση. Επομένως, αυτοί οι μηχανισμοί και αυτά τα εγκεφαλικά συστήματα δεν μπορούν από μόνα τους να συντηρούν την εθιστική συμπεριφορά. Κατά τον ίδιο τρόπο, η εθιστική συμπεριφορά δεν μπορεί να ερμηνευτεί ούτε μέσα από την οπτική του συνδρόμου στέρησης, εφόσον πολλοί χρήστες, μολονότι ξεπερνούν τη φάση του συνδρόμου στέρησης, κάνουν ξανά χρήση της εθιστικής ουσίας και τελικά υποτροπιάζουν.
Τα τελευταία χρόνια η έρευνα έχει δείξει ότι ο εθισμός είναι και μια διαταραχή στη λήψη αποφάσεων με παράλληλη αδυναμία ελέγχου των παρορμήσεων. Σ’ αυτές τις λειτουργίες συμμετέχουν τμήματα του προμετωπιαίου φλοιού. Πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι η χρόνια χορήγηση ορισμένων εξαρτησιογόνων ουσιών καταστέλλει τη νευρωνική δραστηριότητα των μετωπιαίων περιοχών και μεταβάλλει τη λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού. Για παράδειγμα, μελέτες νευροαπεικόνισης έχουν δείξει μειωμένο όγκο του μετωπιαίου λοβού και μόνιμες αλλαγές στη μεταβολική δραστηριότητα μετωπιαίων περιοχών σε χρήστες ουσιών.
Τα παραπάνω νευροβιολογικά ευρήματα ενισχύουν μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες ορισμένοι χρήστες ουσιών παρουσιάζουν διάφορα νευροψυχολογικά ελλείμματα, χαρακτηριστικά δυσλειτουργίας του μετωπιαίου φλοιού.
Η διαταραγμένη λειτουργία των μετωπιαίων λοβών στους χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών μπορεί να συμβάλει στη λανθασμένη λήψη αποφάσεων, στην παρορμητικότητα και στην αδυναμία ελέγχου της συμπεριφοράς, που χαρακτηρίζουν αυτά τα άτομα. Σ’ αυτό το σημείο αναμφίβολα θα μπορούσαν να βοηθήσουν παρεμβάσεις που να ενισχύουν τον έλεγχο που ασκεί ο προμετωπιαίος φλοιός στη συμπεριφορά μας, όπως η γνωστικοσυμπεριφορική θεραπεία.
Ο εθισμός σε ουσίες είναι μια χρόνια υποτροπιάζουσα διαταραχή που χαρακτηρίζεται από περιόδους κατάχρησης κάποιας ουσίας, συνδρόμου στέρησης, αποχής από τη χρήση, υποτροπής και επαναλαμβανόμενων προσπαθειών διακοπής της χρήσης. Δεν έχουμε κατανοήσει ακόμα για ποιους λόγους ορισμένα άτομα έχουν αυτή την προδιάθεση προς την υποτροπή. Πειραματικές μελέτες σε ζώα και κλινικές παρατηρήσεις στον άνθρωπο έχουν δείξει ότι η υποτροπή εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: την εκ νέου λήψη της ουσίας, την έκθεση σε ερεθίσματα που έχουν συνδεθεί στο παρελθόν με την ουσία ή τη χρήση της, και το στρες.
Όσα αναφέρθηκαν καταδεικνύουν αναμφισβήτητα ότι ο εθισμός σε ουσίες είναι μια διαταραχή του εγκεφάλου. Παρά το διαφορετικό μηχανισμό δράσης τους, οι εθιστικές ουσίες ενεργοποιούν συγκεκριμένα συστήματα και περιοχές στον εγκέφαλο και μετά από χρόνια χρήση αλλάζουν τη λειτουργία τους.
Η αναδιοργάνωση του νευρικού συστήματος που προκαλούν οι εθιστικές ουσίες αφορά πολλά και διαφορετικά επίπεδα: από το μοριακό μέχρι το επίπεδο της συμπεριφοράς. Πολλές από αυτές τις αλλαγές φαίνεται να έχουν μεγάλη διάρκεια και κάποιες ίσως είναι μόνιμες. Ο εγκέφαλος φαίνεται να έχει σχηματίσει μια “μνήμη” για την εθιστική συμπεριφορά, καθώς περιβαλλοντικά ερεθίσματα φαίνεται να έχουν την ικανότητα να δημιουργούν ακαταμάχητη επιθυμία σε πρώην χρήστες και να οδηγούν στην υποτροπή. Η πρόκληση πλέον για τους νευροεπιστήμονες είναι να συσχετίσουν επακριβώς τις αλλαγές που προκαλούν οι εθιστικές ουσίες στον εγκέφαλο με τα αντίστοιχα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά του εθισμού σε ουσίες και να καταφέρουν να αναστρέψουν τις αλλαγές που προκαλεί η χρόνια χορήγηση ουσιών στον εγκέφαλο, προλαμβάνοντας πιθανές υποτροπές.
Πηγη: http://www.hsfn.gr/