Αποτυχημένοι κύκλοι εξωσωματικής , παρά τη μεταφορά καλής ποιότητας εμβρύων.

Facebooktwitterpinterest

Τι ευθύνεται; Απαντήσεις και σύγχρονες θεραπείες και λύσεις.

H επιτυχία μιας εξωσωματικής είναι πολυπαραγοντική.

Εξαρτάται καταρχάς, από την επιλογή του κατάλληλου πρωτοκόλλου για την κάθε περίπτωση , που πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή και μοναδική , την ποιότητα του εμβρυολογικού εργαστηρίου και την εμπειρία του , στην καλλιέργεια, αξιολόγηση και επιλογή των εμβρύων , καθώς και την εμπειρία του ιατρού  στην ωοληψία και κυρίως την εμβρυομεταφορά , ο οποίος επιβάλλεται, να είναι ειδικός στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή , με την κατάλληλη εκπαίδευση.

Αν υποθέσουμε , πως όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες υπάρχουν, το τοπικό περιβάλλον της μήτρας , και το αν αυτό είναι εχθρικό για το μεταφερόμενο έμβρυο ή όχι, γενικότεροι ανοσολογικοί  παράγοντες και η ύπαρξη ή μη, μιας πάθησης που λέγεται ενδομητρίωση , επίσης μπορούν να επηρεάσουν την επιτυχία μιας εξωσωματικής.

Φυσικά ο σημαντικότερος παράγοντας είναι  το ίδιο το γενετικό δυναμικό του ζευγαριού , καθώς τόσο η ποιότητα των ωαρίων, που εξαρτάται κυρίως από την ηλικία , όσο και του σπέρματος , μπορεί τελικά να επηρεάσουν την ποιότητα των μεταφερόμενων εμβρύων.

Εδώ , θα αναφερθούμε μονάχα σε περιπτώσεις που τα μεταφερόμενα έμβρυα , δείχνουν τελικά μορφολογικά καλής ποιότητας , μα η εξωσωματική παρ’όλα αυτά, αποτυγχάνει.

Σε πρώτη φάση , πρέπει να γνωρίζουμε πως ακόμα και αν πρόκειται για μορφολογικά τέλεια έμβρυα, πριν την εμβρυομεταφορά , αυτό δε συνεπάγεται αυτόματα , πως θα είναι και χρωμοσωμικά υγιή. Ένα σημαντικό ποσοστό μορφολογικά σωστών εμβρύων , έχει βρεθεί πως εμφανίζει χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Για αυτό το λόγο , σε επαναλλαμβανόμενες αποτυχίες , η προεμφυτευτική επιλογή (PGS) , μέσω χρωμοσωμικής ανάλυσης τους , αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας και μειώνει την πιθανότητα αποβολών. Φυσικά το PGS , προσφέρει πλεονεκτήματα όταν εφαρμόζεται σε σωστά επιλεγμένες περιπτώσεις.

Η αποτυχία όμως μιας εξωσωματικής μπορεί να οφείλεται και σε τοπικούς παράγοντες του ενδομητρίου. Πολύποδες και υποβλενογόνια ινομυώματα ή ινομυώματα που μέρος τους εισέρχεται στην ενδομήτρια κοιλότητα, πρέπει να αφαιρούνται. Κάποιες φορές ο απλός υπέρηχος δεν είναι αρκετός για την ανίχνευση τους. Μια υστεροσκόπηση έχει θέση , όπως και σε περιπτώσεις που υπάρχει υποψία συμφύσεων , ενδομήτριων διαφραγμάτων κοκ. Το “endometrial scratching” , μια τεχνική πρόκλησης τοπικής φλεγμονής ,μέσω ήπιας απόξεσης του ενδομητρίου, όταν γίνεται στον κύκλο πριν την εμβρυομεταφορά , σύμφωνα με κάποιες μελέτες , μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες εμφύτευσης.

Οι υδροσάλπιγγες, πρέπει να αφαιρούνται πριν από την τέλεση εξωσωματικών. Κάποιες φορές  μια μικρή  υδρoσάλπιγγα μπορεί να μην είναι εμφανής σε υπέρηχο που γίνεται , όταν η γυναίκα δεν έχει την περίοδο της. Ή κάποιες φορές, γίνονται εμφανείς μόνο κατά τη διάρκεια της διέγερσης των ωοθηκών σε έναν κύκλο εξωσωματικής. Μια υστεροσαλπιγγογραφία , είναι η καλύτερη λύση αν υπάρχει υποψία τους και δεν έχει ήδη γίνει

Τοπικοί φλεγμονώδεις παράγοντες , χρόνιες ενδομητρήτιδες κοκ , δεν είναι πάντα ανιχνεύσιμες με τα υπάρχοντα τεστ . Δεν υπάρχει ουσιαστικά κανένα τεστ 100% ακριβές , που να ανιχνεύει την παρουσία χλαμυδίων, ουρεοπλάσματος , μυκοπλασμάτων στο ενδομήτριο. Η μακράς διαρκείας αντιβιοτική αγωγή , πριν την εμβρυομεταφορά σε περιπτώσεις επαναλαμβανόμενων αποτυχιών δίνει αποτελέσματα. Τέλος ,στα πρωτόκολλα μας και βασισμένοι σε σχετικές έρευνες , πάντα προτείνουμε και αντιερπητική αγωγή.

Ο σωστός συγχρονισμός του ενδομητρίου , ώστε να υποδεχθεί το έμβρυο είναι επίσης πολύ σημαντικός παράγοντας για την επίτευξη μιας εγκυμοσύνης. Ξέρουμε  πως υπάρχει ένα συγκεκριμένο παράθυρο εμφύτευσης ( implantation window) σε κάθε ενδομήτριο και αυτό απαιτεί τον κατάλληλο χρόνο προετοιμασίας με προγεστερόνη και οιστρογόνα. Πιθανώς για κάποιες γυναίκες το παράθυρο αυτό να διαφέρει από τα συνηθισμένα. Το ERA test (Εndometrial Receptivity Analysis) είναι ένα τεστ που μπορεί να βοηθήσει , για περιπτώσεις σαν κι αυτές.

Σε κάποιες περιπτώσεις ένα λεπτό ενδομήτριο, χωρίς άλλους παθολογικούς λόγους ύπαρξης , είναι από τους πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμους λόγους αποτυχίας μιας εξωσωματικής. Μοντέρνες Θεραπείες όπως η χρήση Viagra, που αυξάνει την τοπική  αιμάτωση ,καθώς και η χρήση  CGSF (Cell Growth Stimulating Factor) , μπορούν να βοηθήσουν.

Η ενδομητρίωση ,είναι μια πολύ συχνή πάθηση , που μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα των ωαρίων , τον αριθμό τους , αλλά και τη γονιμοποίηση και εμφύτευση ενός εμβρύου. Το “golden standard” για τη διάγνωση της είναι η λαπαροσκόπηση, ενώ η χειρουργική της αντιμετώπιση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μπορεί να συμβάλει στην επιτυχία μιας εξωσωματικής.

Τέλος, τοπικοί ανοσολογικοί παράγοντες , υποβόσκουσες ανοσολογικές ασθένειες, θρομβοφιλίες και σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών , μπορούν να συνδράμουν στην αποτυχία μιας εξωσωματικής. Ένας πλήρης ανοσολογικός έλεγχος μπορεί να βοηθήσει και φάρμακα , όπως τα στεροειδή , ο ορός  intralipid , η ασπιρίνη , οι αντιπηκτικές ενέσεις ηπαρίνης και η μετφορμίνη , μπορούν να δώσουν τη λύση , όταν χρησιμοποιούνται με βάση τη λογική, με  συγκεκριμένα πρωτόκολλα και όχι στην τύχη.

Πολλές φορές , παρά τις προσπάθειες, μια εξωσωματική, μπορεί και πάλι να αποτύχει και σε αυτές τις περιπτώσεις , ο δανεισμός ωαρίων , η παρένθετη μητρότητα ή και ο συνδυασμός τους, είναι πλέον η μόνη λύση.

Η ενδελεχής ανάλυση όμως, των προηγούμενων αποτυχημένων προσπαθειών, η λήψη πλήρους ιστορικού, η σημασία στη λεπτομέρεια και η διαλεύκανση των αιτιών μιας αποτυχίας , είναι απαραίτητες , πριν καταλήξουμε εκεί.

 

Χάρης Καρπούζης,
Γυναικολόγος-Μαιευτήρας

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.