Νέα μέθοδος εγκεφαλικής διάγνωσης του αυτισμού
Νέα ελπιδοφόρα μέθοδος έγκαιρης εγκεφαλικής διάγνωσης του αυτισμού ήδη από την ηλικία των έξι μηνών.
Ενδείξεις ότι η διαταραχή του αυτισμού είναι δυνατό να διαγνωστεί πολύ νωρίτερα από ό,τι πίστευαν ως τώρα οι επιστήμονες, παρέχει μια νέα διεθνής επιστημονική έρευνα, που διαπίστωσε ότι υπάρχουν αισθητές διαφορές στα εγκεφαλικά κύματα των αυτιστικών μωρών ήδη από την ηλικία των έξι μηνών. Το κλειδί φαίνεται πως είναι, με ποιόν τρόπο τα μωρά κοιτάζουν τα μάτια των ανθρώπων γύρω τους και πώς αντιδρά ο εγκέφαλός τους.
Μέχρι τώρα, οι επιστήμονες βάσιζαν τη διάγνωσή τους περί αυτισμού σε συμπτώματα της συμπεριφοράς, που όμως συνήθως εκδηλώνονται ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο έτος ζωής του παιδιού. Η προοπτική πιο πρόωρης διάγνωσης, πριν καν την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων, προσφέρει ελπίδες για μια πιο αποτελεσματική -ίσως ακόμα και πλήρη θεραπεία- στο μέλλον.
Περίπου ένα στα 100 παιδιά, κυρίως αγόρια παρά κορίτσια, εμφανίζει συμπτώματα που ανήκουν στο ευρύτερο φάσμα της διαταραχής του αυτισμού, για την οποία δεν υπάρχει ακόμα καμία θεραπεία, αν και διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις μπορούν να βοηθήσουν. Οι γονείς που έχουν ένα παιδί με αυτισμό, έχουν πιθανότητα 2% έως 8% να αποκτήσουν και δεύτερο αυτιστικό παιδί.
Οι ερευνητές από τη Βρετανία, τον Καναδά και την Αυστραλία, με επικεφαλής τον καθηγητή Μαρκ Τζόνσον του Κολλεγίου Μπίρκμπεκ του πανεπιστημίου του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο έγκριτο περιοδικό βιολογίας «Current Biology», σύμφωνα με το BBC και το πρακτορείο Ρόιτερ, μελέτησαν τις περιπτώσεις 104 παιδιών ηλικίας έξι έως δέκα μηνών, από τα οποία τα μισά θεωρούνταν ότι κινδύνευαν με αυτισμό, επειδή είχαν μεγαλύτερο αδελφό με τη νόσο. Ο έλεγχος έγινε ξανά στην ηλικία των τριών ετών, ηλικία στην οποία συνήθως έχουν πλέον εκδηλωθεί τα πρώτα αυτιστικά συμπτώματα.
Τα παιδιά με αυτισμό συχνά δυσκολεύονται να κοιτάξουν στα μάτια κάποιον, έτσι οι επιστήμονες έδειξαν στα νήπια εικόνες προσώπων, τα οποία εναλλάξ είτε κοίταζαν στα μάτια τα μικρά παιδιά είτε όχι. Ηλεκτρονικοί αισθητήρες προσαρμοσμένοι στον εγκέφαλο των παιδιών, κατέγραφαν τυχόν διαφορές στην εγκεφαλική δραστηριότητά τους, ανάλογα με το είδος των εικόνων που τα παιδάκια έβλεπαν.
Όπως διαπιστώθηκε, τόσο στα παιδιά χαμηλού κινδύνου (που δεν είχαν αυτιστικό αδελφό), όσο και στα παιδιά υψηλού κινδύνου (με αυτιστικό αδελφό), τα οποία όμως δεν ανέπτυξαν τελικά αυτισμό τα επόμενα χρόνια, καταγράφηκε μεγάλη διαφορά στα εγκεφαλικά κύματα ανάλογα με το αν κοιτούσαν στα μάτια το πρόσωπο της εικόνας ή όχι. Αντίθετα, στα παιδιά υψηλού κινδύνου, τα οποία όντως αργότερα εμφάνισαν αυτιστικά συμπτώματα, η διαφορά στα εγκεφαλικά κύματα ήταν πολύ μικρότερη ανάμεσα στα δύο διαφορετικά είδη εικόνων.
Ο Τζόνσον πάντως επεσήμανε ότι η μέθοδος διάγνωσης δεν είναι ακόμα 100% αποτελεσματική, καθώς υπήρξαν μωρά που έδειξαν μικρές διαφορές στα εγκεφαλικά κύματά τους, αλλά τελικά δεν ανέπτυξαν αυτισμό.
Αντίστροφα, υπήρξαν μωρά με εγκεφαλικά κύματα χαμηλού κινδύνου, που όμως ανέπτυξαν αυτισμό αργότερα. Συνεπώς το τεστ πρέπει να βελτιωθεί πριν εφαρμοστεί στην πράξη, ενώ θα χρειαστούν και περαιτέρω μελέτες σε μεγαλύτερο δείγμα παιδιών.
Ανάμεσα στα συνήθη αυτιστικά συμπτώματα, περιλαμβάνονται οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, η αντίσταση στις αλλαγές στην ρουτίνα, οι έμμονες ιδέες με συγκεκριμένα αντικείμενα ή δραστηριότητες, ο ελλιπής συντονισμός, οι δυσκολίες στον έλεγχο των κινήσεων, η απουσία εκφράσεων στο πρόσωπο, η ανεπαρκής γλώσσα του σώματος,
η έλλειψη διαπροσωπικής επαφής με τα μάτια, η τάση απομόνωσης και η δημιουργία λιγοστών φιλικών σχέσεων,
η ανικανότητα φαντασίας στο παιγνίδι κ.α.
Το φάσμα των αυτιστικών διαταραχών περιλαμβάνει μια μεγάλη γκάμα σοβαρότητας, από τη νοητική καθυστέρηση και την μεγάλη αδυναμία επικοινωνίας έως πολύ ηπιότερα συμπτώματα, ιδίως σε όσους πάσχουν από το λεγόμενο σύνδρομο Ασπεργκερ.
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ