Η μεγαλακρία

Η μεγαλακρία Facebooktwitterpinterest

Η μεγαλακρία είναι μια σπάνια διαταραχή ανώμαλης και δυσανάλογης ανάπτυξης του σκελετού, των ιστών και της ανάπτυξης των οργάνων που συμβαίνει με ετήσια συχνότητα περίπου πέντε περιπτώσεων ανά 1 εκατομμύριο άτομα. Η παθογένεση της ασθένειας περιλαμβάνει υπερέκκριση GH / IGF-I συνήθως από τα σωματοτρόπα κύτταρα της υπόφυσης λόγω αδενώματος. Υπάρχουν και άλλα αίτια βέβαια πιο σπάνια όπως: έκτοπη παραγωγή GH από παγκρεατικούς όγκους, λέμφωμα, υπερέκκριση GHRH, οικογενή σύνδρομα.

Η κλινική εικόνα της μεγαλακρίας περιλαμβάνει: αλλαγές των άκρων και του προσώπου, υπεριδρωσία, πονοκεφάλους, παραισθησίες, σεξουαλική δυσλειτουργία, υπέρταση, βρογχοκήλη και διαταραχές στα οπτικά πεδία. Η μεγαλακρία συνδέεται με μια αύξηση της θνησιμότητας, η οποία συσχετίζεται με το βαθμό της υπερέκκρισης της GH και την διάρκεια της νόσου.

Λόγω της αργής και ύπουλης φύσης της μεγαλακρίας, τόσο τα κλινικά χαρακτηριστικά, αν και πολύ συγκεκριμένα, όσο και τα συνοδά νοσήματα, αργούν να διαγνωστούν και να ταυτιστούν με τη συγκεκριμένη νόσο και για το λόγο αυτό η διάγνωση της νόσου συχνά καθυστερεί έως και 10 χρόνια.

Πρόσφατες ευρωπαϊκές επιδημιολογικές μελέτες έχουν αποκαλύψει μια υψηλότερη εμφάνιση της μεγαλακρίας απ΄ ότι αναμενόταν (έως και 130 περιπτώσεις ανά εκατομμύριο άτομα) και ότι η ρύπανση μπορεί να διαδραματίζει έναν ρόλο.

Διαγνωστική προσέγγιση

Προσδιορισμός επιπέδων IGF-1 στο αίμα
α) Φυσιολογικά —> μη ενεργός μεγαλακρία

β) Αυξημένα —> να γίνει περαιτέρω διερεύνηση με OGTT και μετρήσεις GH

2. OGTT —> καταστολή της GH —> μη ενεργός μεγαλακρία

OGTT —> μη επαρκής καταστολή GH —> MRI υπόφυσης

3. MRI υπόφυσης

α) Αδένωμα υπόφυσης

β) Φυσιολογική —> i) CT θώρακος και κοιλίας

ii) Μέτρηση GHRH

Η πιο ειδική δυναμική δοκιμή για την διάγνωση της μεγαλακρίας είναι η δοκιμασία ανοχής γλυκόζης από το στόμα (OGTT).

Σε φυσιολογικά άτομα, οι συγκεντρώσεις GH ορού πέφτουν σε 1 ng / mL ή λιγότερο μέσα σε δύο ώρες μετά από την κατάποση των 75 g γλυκόζης. Αντίθετα, οι τιμές μετά τη λήψη της γλυκόζης είναι μεγαλύτερες από 2 ng / mL σε πάνω από 85% των ασθενών με μεγαλακρία. Το κριτήριο για τη διάγνωση είναι μια συγκέντρωση GH μεγαλύτερη από 1 ng / mL.

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Ο στόχος της θεραπείας σε μεγαλακρία είναι να μειωθεί η συγκέντρωση του ορού του IGF-1 εντός της περιοχής αναφοράς για την ηλικία και το φύλο του ασθενούς και να μειωθεί η αυξητική ορμόνη (GH) στον ορό σε συγκεντρώσεις < 1,0 ng / mL (1,0 mcg / L), μετά από φόρτιση γλυκόζης. Το κριτήριο του IGF-1 είναι μάλλον καλύτερο, δεδομένου ότι μερικοί ασθενείς που φαίνεται να έχουν ενεργή νόσο κλινικά και με αυξημένη συγκέντρωση IGF-1 έχουν τιμές GH ορού που καταστέλλονται σε <1,0 ng / mL.

Με ομαλοποίηση του IGF-1 στον ορό, το προσδόκιμο ζωής των ασθενών με μεγαλακρία είναι παρόμοιο με αυτό του γενικού πληθυσμού. Η θεραπεία θα πρέπει επίσης να βελτιώσει τα συμπτώματα, εάν υπάρχουν, λόγω του μεγέθους του αδενώματος, αλλά δεν θα πρέπει να προκαλέσει υποϋποφυσισμό. Δυστυχώς, η αποκατάσταση της απολύτως φυσιολογικής έκκρισης GH δεν επιτυγχάνεται συχνά.

Η επιλεκτική διασφηνοειδική χειρουργική εκτομή είναι η θεραπεία εκλογής για ασθενείς με αδενώματα στην υπόφυση που είναι μικρά, μεγάλα, αλλά ακόμα χειρουργήσιμα, ή προκαλούν διαταραχές της όρασης.

Όταν η χειρουργική επέμβαση εκτελείται από έμπειρους νευροχειρουργούς, η έκκριση της αυξητικής ορμόνης (GH) πέφτει στο φυσιολογικό σε περίπου 80% έως 90% των ασθενών με μικροαδενώματα (λιγότερο από 10 mm σε διάμετρο). Το ποσοστό επιτυχίας είναι χαμηλότερο σε ασθενείς με μακροαδενώματα ή / και υψηλότερη προεγχειρητική συγκέντρωση GH ορού. Εάν η χειρουργική επέμβαση είναι επιτυχής, οι συγκεντρώσεις GH ορού συνήθως εμπίπτουν στα φυσιολογικά μέσα σε μία έως δύο ώρες. Oι συγκεντρώσεις του IGF-1 πέφτουν πιο αργά, από 7 έως 10 ημέρες έως αρκετούς μήνες.

Μη επεμβατική ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Αρκετά φάρμακα είναι πλέον διαθέσιμα για τη θεραπεία της μεγαλακρίας, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων που αναστέλλουν την έκκριση της ορμόνης GH και ένα που αναστέλλει τη δράση της. Η φαρμακολογική θεραπεία χρησιμοποιείται όταν η χειρουργική επέμβαση από μόνη της δεν έχει καταφέρει να μειώσει την GH ορού και τον IGF-1 στο φυσιολογικό.

Ασθενείς για τους οποίους ένα φάρμακο μπορεί να θεωρηθεί ως κύρια θεραπεία περιλαμβάνουν εκείνους που έχουν μεγάλο χειρουργικό κίνδυνο, αρνούνται τη χειρουργική επέμβαση, ή έχουν αδενώματα που είναι απίθανο να θεραπευτούν χειρουργικά. Ένα μειονέκτημα των περισσότερων από αυτά τα φάρμακα είναι το υψηλό κόστος τους.

Πατεράκης Θωμάς, Ενδοκρινολόγος

Πατεράκης Θωμάς,
Ενδοκρινολόγος

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.