Ενδοκρινικοί διαταράκτες (EDCs):Μπορούν κοινές χημικές ουσίες να επηρεάσουν το βάρος μας;
Οι ενδοκρινικοί διαταράκτες (EDCs) είναι διάφορες χημικές ουσίες ή συνδυασμοί αυτών που μιμούνται ή μπλοκάρουν τη δράση των ορμονών του σώματος.
Τα τελευταία χρόνια η χρήση τους έχει απασχολήσει πάρα πολύ τους ενδοκρινολόγους καθώς θεωρούνται ότι αποτελούν απειλή για τη δημόσια υγεία διότι η έκθεση του ανθρώπου σε αυτές αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και παχυσαρκίας. Επιπλέον, μελέτες σε ανθρώπους και ζώα συσχέτισαν την έκθεση σε ενδοκρινικούς διαταράκτες με τη στειρότητα, την πρώιμη ήβη, κάποιους καρκίνους που σχετίζονται με ορμόνες και μερικές νευρολογικές βλάβες, μεταξύ άλλων.
Ο κατάλογος των ενδοκρινικών διαταρακτών είναι μακρύς. Περιλαμβάνει τρόφιμα, πλαστικά που χρησιμοποιούνται σε είδη οικιακής χρήσης, φυτοφάρμακα και καλλυντικά. Παρ’ όλο που μέχρι τώρα οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι η αποφυγή είναι η μόνη τρέχουσα προστασία από τους ενδοκρινικούς διαταράκτες, φαίνεται ότι αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο γιατί βρίσκονται σε πολλά είδη καθημερινής χρήσης.
Ο ρόλος των ενδοκρινικών διαταρακτών στο μεταβολικό σύνδρομο και την παχυσαρκία εστιάζεται σε ένα υποσύνολό τους γνωστό ως «παχυσαρκιογόνα». Συγκεκριμένα το BPA (δισφαινόλη-Α), οι φθαλικές ενώσεις και το αρσενικό επηρεάζουν τον λιπώδη ιστό, σύμφωνα με μελέτες σε ζώα, μεταβάλλοντας τον προγραμματισμό της ανάπτυξης του λίπους των κυττάρων και παρεμβαίνοντας στον έλεγχο της όρεξης και του κορεσμού.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η έκθεση στα «παχυσαρκιογόνα» κατά την περίοδο αμέσως μετά τη γέννηση μπορεί να προκαλέσει παχυσαρκία αργότερα στη ζωή.
Μία πρόσφατη ανασκόπηση στο ιατρικό περιοδικό American Journal of Obstetrics and Gynecology (AJOG) ανέφερε ότι η έρευνα των «παχυσαρκιογόνων» διανύει ακόμα τα αρχικά της στάδια αλλά φαίνεται να έχει πολλές προεκτάσεις στην προγεννητική και μεταγεννητική φροντίδα και τον έλεγχο της παχυσαρκίας και του μεταβολικού συνδρόμου.
Σύμφωνα με τον Bruce Blumberg, καθηγητή των τμημάτων Αναπτυξιακής και Κυτταρικής Βιολογίας και Φαρμακευτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, ένας αυξανόμενος αριθμός μυκητοκτόνων που χρησιμοποιούνται κατά κόρον σε φρούτα και λαχανικά ανήκουν στα «παχυσαρκιογόνα». Επίσης, πολλά από τα τεχνητά γλυκαντικά, τα συντηρητικά και τα πρόσθετα σάκχαρα, όπως το σιρόπι καλαμποκιού, εμφάνισαν «παχυσαρκιογόνες» ιδιότητες. Συνεπώς, η πρόσληψη φρέσκων τροφών και η αποφυγή πλαστικών δοχείων για την αποθήκευση τροφών και ροφημάτων όπως και ο περιορισμός της χρήσης ειδών προσωπικής υγιεινής που περιέχουν EDCs, ελαχιστοποιεί τις επιπτώσεις στο σώμα, όπως και στην έκβαση μιας εγκυμοσύνης και στην υγεία των παιδιών.
Ο Blumberg υποστηρίζει ότι η αποφυγή των EDCs πρέπει να αποτελέσει υψηλή προτεραιότητα για τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν, είναι έγκυες ή έχουν παιδιά προεφηβικής ηλικίας. Δυστυχώς, σύμφωνα με την αναφορά του AJOG, μόνο ένα 10% των γυναικολόγων συζητά το θέμα των EDCs κατά την αρχή της προγεννητικής φροντίδας.
Είναι η ιατρική κοινότητα και το ευρύ κοινό επαρκώς ενήμεροι για τη δράση αυτών των χημικών ουσιών; Αν και δεν είναι εύκολο να μετρηθούν τα επίπεδα των συγκεκριμένων χημικών ουσιών, η Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρεία με επίσημη δήλωσή της αναγνωρίζει τη δράση τους, ενώ το θέμα των «παχυσαρκιογόνων» έχει συγκεντρώσει μεγάλο ενδιαφέρον από την διεθνή ερευνητική κοινότητα, πάντοτε με το βλέμμα στραμμένο στην προάσπιση της παγκόσμιας δημόσιας υγείας.
Αναμένονται λοιπόν σύντομα νέα ερευνητικά δεδομένα και κατευθυντήριες οδηγίες.