Επικοινωνία & αλληλεπιδράσεις μητέρας – βρέφους κατά τον πρώτο χρόνο ζωής
Απο την ενδομήτριο κιολας ζωή, η μητέρα και το παιδί συνάπτουν ένα πολυσύνθετο δεσμό. Ο δεσμός αυτός παραμένει ισχυρός και μοναδικός καθόλα τα στάδια ζωής τους .
Η αμοιβαιότητα στη σχέση τους δε φαίνεται μόνο από το γεγονός ότι η μητέρα στηρίζει με το σώμα της την βιωσιμότητα του εμβρύου, αλλα και το ίδιο το έμβρυο στηρίζει τη μητέρα ώστε να είναι σε θέση να φέρει το έργο της μητρότητας εις πέρας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία είναι ότι, αν για παράδειγμα υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη καρδιά της μητέρας, βλαστοκύτταρα από το βρέφος μεταναστεύουν προκειμένου να επιδιορθώσουν τη βλάβη.
Ενδιαφέρον δε έχει προκαλέσει η ανάδειξη της ορμόνης ωκυτοκίνης που εκλύεται κατά τον τοκετό, και έχει χαρακτηριστεί ως ορμόνη της αγάπης και της ευδαιμονίας, που έρχεται να ενισχύσει τους βαθιούς συναισθηματικούς δεσμούς μεταξύ τους.
Σωματικά, η ενοποίηση παιδιού και μητέρας, επιβεβαιώνεται με τον ομφάλιο λώρο, εντούτοις, ακόμη κ μετά τη γέννηση, παραμένουν ως ενιαία ψυχοβιολογική μονάδα.
Η μητέρα ικανοποιεί τις ανάγκες του βρέφους και εκείνη ικανοποιείται από την ικανοποίηση τους. Αντίστοιχα, η δυσφορία και το στρες του μωρού, προκαλούν δυσφορία και στρες στη μητέρα. Αυτή η στενή επαφή λοιπόν συνεχίζει να είναι στόχος και για τους δύο και μόνο σταδιακά με τη πάροδο του χρόνου, το παιδί ανακαλύπτει την ατομικότητα του, και αρχίζει να αυτονομείται και να εξερευνά τον κόσμο μακριά από τη μητέρα.
Οι σύγχρονες έρευνες καταδεικνύουν τη σημαντικότητα της λειτουργίας της μητέρας ως ένα «βοηθητικό εγώ», που με διαίσθηση ανταποκρίνεται στη προλεκτική επικοινωνία του βρέφους.
Όλες αυτές οι επαφές μητέρας και βρέφους γύρω από τις ρουτίνες της σίτισης, του ύπνου, του κρατήματος, των ερεθισμάτων κτλ., αποτελούν συναισθηματικές επικοινωνίες μεταξύ του συναισθηματικόυ ημισφαίριου του βρέφους και της μητέρας.
Αυτού του είδους η πρωταρχική επαφή έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει καθοριστικά στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του παιδιού, βοηθά στη ρύθμιση των συναισθημάτων του και δημιουργεί τα πρότυπα των συναισθημάτων και των μοντέλων σχέσεων μεταξύ εαυτού και άλλων.
Κατανοούμε λοιπόν έτσι, τη σημαντικότητα της παρουσίας του πρωταρχικού φροντιστή, συνήθως της μητέρας και τις επιπτώσεις της απουσίας της στην πρώιμη ανάπτυξη του παιδιού. Φυσικά ελλείψεις ή λάθη στο συντονισμό συμβαίνουν συνεχώς και φυσικά είναι αναμενόμενο καθώς η μητέρα έχει τη δική της υποκειμενικότητα, τις δικές της έγνοιες, πρακτικές ευθύνες μακριά από το παιδί και γενικά τους δικούς της περιορισμούς. Αυτό που φαίνεται καταλυτικό είναι το πώς επικοινωνούνται και το αν επιδιορθώνονται αυτές οι «ρήξεις» στο συναισθηματικό συντονισμό και η συνεπαγόμενη «αποσύνδεση» της δυάδας.
Φαίνεται για την υγιή εξέλιξη του παιδιού να είναι απαραίτητη μία συνεχής διαπραγμάτευση όσον αφορά στις ανάγκες του παιδιού, που περιλαμβάνει τόσο τη κάλυψη τους από το φροντιστή και ως αποτέλεσμα την ικανοποίηση του παιδιού, όσο και τη ματαίωση τους (λόγω περιορισμών της) και ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αυτορύθμισης του παιδιού / την διαχείριση της ματαίωσης του.
Αυτές οι διαπραγματεύσεις μεταξύ μητέρας –παιδιού συνεχίζουν μέχρι την ενηλικίωση του παιδιού και οδηγούν σταδιακά στην ωρίμανση, εξέλιξη και ανθεκτικότητα του ατόμου έως ότου είναι συναισθηματικά αυτόνομο και διαφοροποιημένο.