Η κετογονική δίαιτα
ΚΕΤΟΓΟΝΙΚΗ ΔΙΑΙΤΑ Ή LOW CARB LIFESTYLE
Η κετογονική δίαιτα ή αλλιώς δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες δεν είναι μια νέα μόδα αλλά έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα εδώ και 70 χρόνια. Η βασική της χρήση ξεκινάει πίσω στο 1920 όπου και χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στη θεραπεία της επιληψίας. Βασική περίοδος που τη έκανε διάσημη είναι τα 70s’ και 60s’ όπου και εφαρμόστηκε κατά κόρον για απώλεια βάρους γνωστή εν μέρει και ως δίαιτα Atkins.
Από τότε φυσικά έχουν περάσει 50 σχεδόν έτη και η κετογονική δίαιτα έχει μελετηθεί ευρέως σε σχέση με την αποτελεσματικότητα αλλά και την ασφαλή χρήση της. Για ακόμη μία φορά ο σκηνοθέτης πίσω από τη κετογονική δίαιτα φαίνεται να είναι η ινσουλίνη, η βασική ορμόνη ρυθμιστής του σακχάρου του αίματος αλλά και της λιπώδους αποθήκευσης. Η θεωρία λέει ότι ρυθμίζοντας επαρκέστερα τις εκκρίσεις της ινσουλίνης, συνεπώς και τα επίπεδά της στο αίμα, μπορούμε να επιτύχουμε καλύτερη απώλεια βάρους αλλά και μείωση της αποθήκευσης λίπους. Όντως η ινσουλίνη ρυθμίζεται κυρίως από την παρουσία υδατάνθρακα στα γεύματα μας και κατά βάση ένα γεύμα με μεγάλη περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες θα προκαλέσει και μια μεγάλη έκκριση ινσουλίνης η οποία συνήθως θα συνοδευτεί και από αυξημένη παραγωγή και αποθήκευση λίπους. Λαμβάνοντας υπόψη μας αυτή τη σχέση ινσουλίνης-υδατάνθρακα μπορούμε να εξηγήσουμε τον λόγο για τον οποίο η κετογονική δίαιτα επιτρέπει μόνο 20-50g υδατανθράκων την ημέρα ενώ οι υπόλοιπες θρεπτικές ανάγκες καλύπτονται από λίπος και πρωτεΐνες.
Σκοπός της κετογονικής δίαιτας είναι να αναγκάσουμε το σώμα να στερέψει από τις αποθήκες υδατάνθρακα και να πάθει διατροφική κέτωση έτσι ώστε να αναζητήσει την ενέργειά του από το λίπος με αποτέλεσμα να χάσει βάρος. Η λέξη κέτωση προέρχεται από τα παραπροϊόντα του μεταβολισμού των λιπαρών οξέων τα οποία ονομάζονται κετόνες. Στην ερώτηση αν η κετογονική δίαιτα έχει να προσφέρει κάτι περισσότερο στην απώλεια βάρους σε σχέση με την ισορροπημένη μεσογειακή διατροφή, η απάντηση που προκύπτει από την ερευνητική βιβλιογραφία είναι ότι η κετογονική διατροφή έχει την ίδια αποτελεσματικότητα με μία ισορροπημένη διατροφή η οποία χαρακτηρίζεται από πληρότητα υδατανθράκων. Ωστόσο, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι να αναρωτηθεί κανείς για τη συνολική επίδραση της κετογονικής δίαιτας στην ανθρώπινη υγεία και κατά πόσο στην καθημερινή πράξη ο κάθε υποψήφιος “dieter” την εφαρμόζει με ασφάλεια. Παραμένοντας στην απώλεια βάρους αδιαμφισβήτητα η επιστημονική βιβλιογραφία είναι ξεκάθαρη σε ότι αφορά την θετική επίδραση της κετογονικής δίαιτας. Ανεξαρτήτως του μηχανισμού με τον οποίο επιτυγχάνεται η απώλεια βάρους, ο οποίος παραμένει αμφιλεγόμενος, η τελική εικόνα φαίνεται να συνδέεται για ακόμη μία φορά με τον περιορισμό των συνολικών προσλαμβανόμενων θερμίδων ανά ημέρα σε συνδυασμό με την αυξημένη κατανάλωση λίπους και πρωτεΐνης οι οποίες με τη σειρά τους αυξάνουν τις σχετικές και με τον κορεσμό ορμόνες γνωστές ως λεπτίνη και γκρελίνη, καθώς επίσης και το ενεργειακό “bypass” στο οποίο αναγκάζεται να προβεί το σώμα ώστε να μετατρέψει το μοναδικό βιοκαύσιμο που του παρέχεται, δηλαδή τις πρωτεΐνες και τα λιπαρά, σε υδατάνθρακες σε κυτταρικό επίπεδο. Ο τελικός κριτής της επίδρασης της κετογονικής δίαιτας στην απώλεια βάρους φαίνεται να είναι η ικανότητα διατήρησης μιας τόσο χαμηλής σε υδατάνθρακα διατροφής για μεγάλα χρονικά διαστήματα, κάτι το οποίο δεν έχει καταφέρει ακόμα να αξιολογηθεί επαρκώς από μεγάλες προοπτικές μελέτες.
Επομένως, για μια δια βίου κετογονική δίαιτα, αν χρησιμοποιήσουμε τον δόκιμο όρο “low carb lifestyle” θα μπορούσαμε να πούμε ότι για να εφαρμοστεί με ασφάλεια και επιτυχία απαιτεί την συν-απόφαση μεταξύ υποψήφιου και της ομάδας των επαγγελματιών υγείας, την περιοδική αξιολόγηση του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου μετρώντας τους αντίστοιχους κάρδιο-μεταβολικούς δείκτες, την τακτική αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας αλλά και την προσαρμογή της φαρμακευτικής αγωγής όταν πρόκειται για ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και την επαρκή εισαγωγή συγκριμένης ποσότητας μη επεξεργασμένων υδατανθράκων στο σωστό χρόνο.