Φάρμακο για την αρθρίτιδα είναι αποτελεσματικό στην ενδομητρίωση
Η φαινοπροφαίνη, ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, φάνηκε ότι ανακουφίζει τον πόνο σε ποντίκια με ενδομητρίωση. Αμερικανοί ερευνητές επέλεξαν το συγκεκριμένο φάρμακο, που χορηγείται συνήθως για την αρθρίτιδα, αφού πρώτα χρησιμοποίησαν έναν αλγόριθμό για να αξιολογήσουν σχεδόν 1.300 υπάρχουσες χημικές ενώσεις ως προς την ικανότητά τους να αντιστρέφουν την έκφραση γονιδίων που σχετίζονται με την ενδομητρίωση.
Ο αλγόριθμός επέλεξε 299 χημικές ενώσεις και ξεχώρισε τις 7 επικρατέστερες. Οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια χρησιμοποίησαν για τη μελέτη τη φαινοπροφαίνη επειδή με βάση τον αλγόριθμό είχε το υψηλότερο σκορ αντιστροφής της γονιδιακής έκφρασης και ανήκει στην κατηγορία μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων που αποτελούν θεραπείες πρώτης γραμμής για την ενδομητρίωση.
Η φαινοπροφαίνη συνταγογραφείται για την αντιμετώπιση του ήπιου ή μέτριου πόνου και συχνά χρησιμοποιείται στην αρθρίτιδα. Τα καταγεγραμμένα στοιχεία έδειξαν ότι το συγκεκριμένο φάρμακο είχε συνταγογραφηθεί σε λιγότερο από το 1% των ασθενών με ενδομητρίωση ή σχετικές παθήσεις.
Οι ερευνητές μελέτησαν την αποτελεσματικότητα της φαινοπροφαίνης σε τρωκτικά με ενδομητρίωση και διαπίστωσαν ότι προσέφερε ανακούφιση από την κολπική υπεραλγησία, έναν δείκτη για τον πόνο που σχετίζεται με την ενδομητρίωση.
Εάν τα ευρήματα επιβεβαιωθούν με μελέτες σε ανθρώπους, η φαινοπροφαίνη θα μπορούσε να συνταγογραφείται πιο συχνά για τη θεραπεία του πόνου της ενδομητρίωσης.
Οι ερευνητές σκοπεύουν να κάνουν δοκιμές σε περισσότερα υπάρχοντα φάρμακα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως θεραπεία σε περιστατικά ενδομητρίωσης.
Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για νέες θεραπείες και διαγνωστικές μεθόδους για την ενδομητρίωση, μία πάθηση κατά την οποία ιστός παρόμοιος με την επένδυση της μήτρας (με τον ενδομήτριο) αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα, προκαλώντας συχνά έντονο πόνο και υπογονιμότητα.
Αν και είναι μία γυναικολογική ασθένεια από την οποία πάσχει 1 στις 10 γυναίκες, συχνά, μένει αδιάγνωστη για 7-12 χρόνια. Πολλές από τις υπάρχουσες θεραπείες έχουν παρενέργειες και δεν αντιμετωπίζουν ριζικά τη νόσο, με αποτέλεσμα να υπάρχει συχνά υποτροπή.