Οξύ Έμφραγμα Μυοκαρδίου (Οξύ Στεφανιαίο Σύνδρομο)
Τα τελευταία χρόνια καταβάλλεται παγκοσμίως μεγάλη προσπάθεια τόσο για την πρόληψη όσο και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων. Παρά τις προόδους το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου εξακολουθεί να παραμένει σημαντική αιτία θανάτου στις δυτικές χώρες.
Το Ο.Ε.Μ. (οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου – οξύ στεφανιαίο σύνδρομο) προκαλείται τις περισσότερες φορές από απόφραξη μιας επικαρδιακής στεφανιαίας αρτηρίας από θρόμβο. Αιτία της θρομβωτικής απόφραξης της στεφανιαίας αρτηρίας θεωρείται η ρήξη ή διάβρωση μίας ευάλωτης αθηρωματικής πλάκας με συνέπεια να ενεργοποιείται ο μηχανισμός της θρόμβωσης. Ευάλωτη αθηρωματική πλάκα εννοούμε την αθηρωματική πλάκα που προβάλλει στον εσωτερικό αυλό της αρτηρίας και εμφανίζει μεγάλο πυρήνα με λίπος και λεπτό περίβλημα (λεπτή ινώδη κάψα) που συνεπώς ραγίζει εύκολα.
Το ιστορικό του ασθενούς και τα συμπτώματα είναι καθοριστικά. Το ΗΚΓ(ηλεκτροκαρδιογράφημα) αποτελεί την βασική εξέταση για την έγκαιρη διάγνωση του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Με βάση τα ηλεκτροκαρδιογραφικά ευρήματα οι ασθενείς διακρίνονται σε δύο κατηγορίες κλινικών συνδρόμων.
Οξύ στεφανιαίο σύνδρομο με ανάσπαση του τμήματος ST στο ΗΚΓ (STEMI ή STE-ACS)
Χαρακτηρίζεται από τυπικό προκάρδιο άλγος (πόνο στο στήθος) και εμμένουσα ανάσπαση του τμήματος ST στο ΗΚΓ. Αντικατοπτρίζει την πλήρη απόφραξη του αυλού της στεφανιαίας αρτηρίας και σχεδόν πάντα εξελίσσεται σε οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου (νέκρωση μυοκαρδίου) που απαιτεί άμεση και πλήρη επαναιμάτωση (πρωτογενή αγγειοπλαστική)
Οξύ στεφανιαίο σύνδρομο χωρίς ανάσπαση του τμήματος ST στο ΗΚΓ (NSTEMI ή NSTE-ACS)
Χαρακτηρίζεται από οξύ προκάρδιο άλγος χωρίς εμμένουσα ανάσπαση του τμήματος ST. Εδώ συνηθέστερα ΗΚΓ-ευρήματα είναι η παροδική ή εμμένουσα κατάσπαση του ST – διαστήματος, η αναστροφή, επιπέδωση ή ψευδοφυσιολογικοποίηση του επάρματος T. Ενίοτε παρατηρείται απουσία παθολογικών ευρημάτων στο ΗΚΓ.
Η ανακούφιση από το άλγος και ο έλεγχος των επιπέδων των δεικτών μυοκαρδιακής νέκρωσης αποτελούν πρωταρχικό στόχο γι΄ αυτή την κατηγορία ασθενών. Με βάση τα επίπεδα των μυοκαρδιακών ενζύμων στο αίμα (κυρίως τροπονίνη I και T) οι ασθενείς διακρίνονται σε εκείνους με οξύ έμφραγμα χωρίς ανάσπαση του ST όταν η τροπονίνη είναι αυξημένη και σε αυτούς με ασταθή στηθάγχη όταν δεν υπάρχει αύξηση της τροπονίνης στο αίμα.
Η χορήγηση της κατάλληλης θεραπείας εξαρτάται από την ταχύτητα της σωστής διάγνωσης.
Ο βασικός στόχος της θεραπείας του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου είναι η γρήγορη και αποτελεσματική αποκατάσταση της αιμάτωσης στην αρτηρία που έχει αποφραχθεί. Η αποτελεσματικότερη στρατηγική άμεσης αντιμετώπισης του Ο.Ε.Μ. είναι η διενέργεια πρωτογενούς αγγειοπλαστικής εφ΄ όσον το νοσοκομείο διαθέτει αιμοδυναμικό εργαστήριο ή η ταχεία διακομιδή του ασθενούς σε αντίστοιχο νοσοκομείο.
Εάν η διενέργεια πρωτογενούς αγγειοπλαστικής δεν είναι δυνατή ( λόγω περιορισμών χρόνου και υποδομής ) η θρομβόλυση παραμένει η μόνη δυνατή επιλογή για θεραπεία επαναιμάτωσης εφ’ όσον δεν υπάρχουν αντενδείξεις για θρομβόλυση.
Σε περίπτωση αποτυχίας της θρομβόλυσης έχει αποδειχθεί ότι η άμεση διακομιδή του ασθενούς σε νοσοκομείο που διαθέτει αιμοδυναμικό τμήμα για διενέργεια αγγειοπλαστικής υπερέχει της συντηρητικής αγωγής. Σκόπιμο είναι λοιπόν μέσα στις πρώτες ώρες από την θρομβόλυση εφ΄όσον ο ασθενής συνεχίζει να έχει συμπτώματα και αλλοιώσεις στο καρδιογράφημα να διενεργείται αγγειοπλαστική.
Ο στόχος της πρωτογενούς αγγειοπλαστικής είναι η ταχεία αποκατάσταση της αιμάτωσης του υπεύθυνου αγγείου. Μετά την διάνοιξη του αγγείου η μείωση του κινδύνου νέας απόφραξης επιτυγχάνεται με την χρήση ενδοστεφανιαίων προθέσεων (stents). Οι ενδοστεφανιαίες προθέσεις (stents) συμβάλλουν αποτελεσματικά στη διατήρηση της βατότητας του αγγείου σε συνδυασμό με την χρήση αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων.
Συμπερασματικά η άμεση μεταφορά του ασθενούς με πόνο στο στήθος στο νοσοκομείο, η έγκαιρη διάγνωση, η γρήγορη και αποτελεσματική θεραπεία για την αποκατάσταση της αιμάτωσης (αγγειοπλαστική) είναι οι βασικές συνιστώσες για την σωστή αντιμετώπιση του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου με συνέπεια τη βελτίωση της πρόγνωσης και μείωση της θνησιμότητας.