Δεν γίνεται διάγνωση καρκίνου με κολονοσκόπηση
Η κολονοσκόπηση θεωρείται η καταλληλότερη διαγνωστική μέθοδος για παθήσεις του εντέρου, όμως νέα καναδική έρευνα κρούει τον κώδωνα κινδύνου ότι η συγκεκριμένη εξέταση, κατά μέσο όρο, αποτυγχάνει στο 7% έως 8% των περιπτώσεων να διαγνώσει την ύπαρξη καρκίνου.
Οι Kαναδοί ερευνητές επισημαίνουν ότι το εύρημά τους πρέπει να θέσει σε εγρήγορση τους γιατρούς σχετικά με τη συγκεκριμένη διαγνωστική εξέταση, καθώς και τους ασθενείς, ώστε να ληφθούν μέτρα που βελτιώνουν την αποτελεσματικότητά της.
Η μελέτη του Δρ Χάρμιντερ Σινγκ του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου της Μανιτόμπα, που δημοσιεύτηκε στο American Journal of Gastroenterology, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, μελέτησε τις περιπτώσεις περίπου 5.000 ατόμων ηλικίας 50-80 ετών που είχαν διαγνωστεί με καρκίνο μεταξύ την περίοδο 2002-2008.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι σχεδόν το 8% αυτών ασθενών είχαν κάνει στο παρελθόν κολονοσκόπηση, η οποία όμως δεν είχε εντοπίσει τον καρκίνο (η εξέταση είχε γίνει έξι μήνες έως τρία χρόνια πριν την αρχική διάγνωση της νόσου).
Οι γυναίκες, σύμφωνα με την μελέτη, εμφανίζουν κατά το ένα τρίτο περίπου μεγαλύτερες πιθανότητες σε σχέση με τους άνδρες να έχουν μια λανθασμένη κολονοσκόπηση. Από την άλλη όμως, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι γενικοί γιατροί και παθολόγοι «χάνουν» τις διαγνώσεις για καρκίνο 60% φορές πιο συχνά σε σχέση με τους γαστρεντερολόγους.
Τρεις είναι οι κυριότεροι λόγοι για τη διαγνωστική αδυναμία της κολονοσκόπησης. Οι όγκοι μπορεί να μην έγιναν αντιληπτοί ή μπορεί να έγιναν αλλά κακώς να μην αφαιρέθηκαν πλήρως ή, τέλος, πράγμα πιο σπάνιο, μπορεί ο όγκος να μην υπήρχε τη στιγμή της κολονοσκόπησης, αλλά να μεγάλωσε με πολύ ταχύ ρυθμό μετά την εξέταση.
Στη διάρκεια της κολονοσκόπησης, μια μικροσκοπική εύκαμπτη κάμερα εισάγεται μέσω του πρωκτού στο έντερο σε αναζήτηση αλλοιώσεων όπως οι πολύποδες και άλλα προειδοποιητικά σημάδια για πιθανή εμφάνιση όγκων.
Οι άνθρωποι άνω των 50 ετών συστήνεται να κάνουν την εξέταση για προληπτικούς λόγους.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι υπάρχουν περιθώρια να βελτιωθεί η διαγνωστική ακρίβεια της κολονοσκόπησης, για παράδειγμα μέσω καλύτερης εκπαίδευσης όσων την πραγματοποιούν, ενώ από την πλευρά τους όσοι προετοιμάζονται για την εξέταση, πρέπει να ακολουθούν πιστά τις ιατρικές οδηγίες για τον πλήρη καθαρισμό του εντέρου τους.