Οι Ευρωπαίοι πολίτες αποκτούν δικαίωμα περίθαλψης σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ.
Μετά από πολυετείς διαπραγματεύσεις, το Ευρωκοινοβούλιο ενέκρινε την οδηγία για τη «διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη».
Τα ευχάριστα νέα: η οδηγία προσφέρει ευρύτερη κάλυψη από τη σημερινή Ευρωπαϊκή Κάρτα Ασφάλισης Υγείας, καθώς, για πρώτη φορά, δεν καλύπτει μόνο ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή έκτακτα περιστατικά στη διάρκεια σύντομης παραμονής στο εξωτερικό, αλλά και θεραπεία για χρόνιες ή και σπάνιες ασθένειες.
Τα δυσάρεστα νέα: η κάλυψη γίνεται μόνο μετά από συγκεκριμένη γραφειοκρατική διαδικασία και μόνο μέχρι του ποσού που θα κάλυπτε το ασφαλιστικό ταμείο στη χώρα διαμονής του ασθενούς, όπως εξηγεί η αρμόδια εισηγήτρια του Ευρωκοινοβουλίου, η Γαλλίδα ευρωβουλευτής Φρανσουάζ Γκροστέτ: «Ο ασθενής απευθύνεται στο αποκαλούμενο ‘εθνικό σημείο επαφής’ και παίρνει πληροφορίες για την περίθαλψη που δικαιούται και τη διαδικασία επιστροφής των χρημάτων. Στη συνέχεια επιλέγει θεραπευτήριο στο εξωτερικό και συμπληρώνει το ειδικό έντυπο προς τον φορέα ασφάλισής του. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη μη νοσοκομειακή και στη νοσοκομειακή περίθαλψη, η οποία στοιχίζει περισσότερο, γιατί προϋποθέτει τουλάχιστον μία διανυκτέρευση στο νοσοκομείο. Σε αυτήν την περίπτωση ο ασθενής πρέπει να ζητήσει προέγκριση από τον ασφαλιστικό φορέα του».
Ο φόβος του «ιατρικού τουρισμού»
Οι Ευρωπαίοι θέλουν να αποφύγουν τον «ιατρικό τουρισμό» και την επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων. Οι απαισιόδοξοι εκτιμούν ότι ο αρμόδιος ασφαλιστικός φορέας δεν θα εγκρίνει παρά μόνο κατ΄ εξαίρεση τη μετάβαση στο εξωτερικό. Όμως η εισηγήτρια υποστηρίζει ότι η άρνηση προέγκρισης θα πρέπει να δικαιολογείται βάσει ενός προκαθορισμένου καταλόγου πιθανών λόγων – για παράδειγμα όταν κρίνεται ότι το θεραπευτήριο του εξωτερικού δεν έχει την απαραίτητη εξειδίκευση: «Θα ήταν επικίνδυνο και για τον ασθενή να νοσηλευθεί σε ένα αναξιόπιστο θεραπευτήριο. Εμείς βέβαια δεν μπορούμε να τον εμποδίσουμε να ταξιδεύει και να θεραπεύεται όπου θέλει, αλλά σε αυτήν την περίπτωση δεν δικαιούται επιστροφή νοσηλίων. Εναπόκειται λοιπόν στο αρμόδιο εθνικό σημείο επαφής να τον ενημερώσει. Από κει και πέρα αν εκείνος απευθυνθεί σε έναν φορέα περίθαλψης που δεν του έχει συστηθεί, τότε προφανώς δεν θα πάρει πίσω τα χρήματά του», λέει η Γαλλίδα ευρωβουλευτής στην Deutsche Welle.
Παρουσιάζοντας τη νέα οδηγία στο Στρασβούργο, ο αρμόδιος Επίτροπος Τζων Ντάλι προειδοποιεί ότι η διασυνοριακή περίθαλψη προϋποθέτει και μεγαλύτερες επενδύσεις στο σύστημα υγείας των κρατών-μελών: «Όλα τα κράτη-μέλη έχουν καθήκον να επενδύσουν στο σύστημα υγείας» τονίζει ο Ευρωπαίος Επίτροπος. «Να εξασφαλίσουν κατάλληλες συνθήκες περίθαλψης για τους πολίτες τους. Πρέπει να καταλάβουν ότι δεν έχει νόημα να κάνεις περικοπές στην υγεία, γιατί οι σημερινές περικοπές μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερο κόστος στο μέλλον. Πρέπει να γίνουν επενδύσεις στο σύστημα υγείας, ακόμα και σε αυτές τις δύσκολες εποχές. Η επένδυση στην υγεία είναι επένδυση στη μελλοντική οικονομία».
Η διασυνοριακή περίθαλψη και η Ελλάδα
Η Ελλάδα βρίσκεται σε κομβικό σημείο για την εφαρμογή της οδηγίας. Από τη μία πλευρά πολλοί Έλληνες θα προτιμούσαν να νοσηλευθούν στο εξωτερικό. Από την άλλη πλευρά ασθενείς από τη Βουλγαρία ή άλλες γειτονικές χώρες θα ήθελαν να μεταβούν στην Ελλάδα για νοσηλεία ή θεραπεία. Μία πρόβλεψη από τον ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ Κρίτωνα Αρσένη: Πιο πιθανό είναι Έλληνες πολίτες να μεταβούν σε άλλες χώρες, όπου υπάρχουν πρότυπες θεραπείες για ασθένειες που δεν υπάρχουν ακόμα στην Ελλάδα ή όπου αντιμετωπίζονται ασθένειες που δεν αντιμετωπίζονται στην Ελλάδα. Αυτό είναι το πιο πιθανό να γίνει, καθώς και φυσικά πολίτες από τη Βουλγαρία να έρθουν στην Ελλάδα. Και πάλι όμως το κόστος για τους πολίτες της Βουλγαρίας θα είναι σημαντικό, καθώς τα ασφαλιστικά ταμεία καλύπτουν πολύ μικρότερο κόστος στη Βουλγαρία, που είναι η φτωχότερη χώρα της Ε.Ε.
Άρα ο πολίτης θα χρειαστεί να συμβάλει με ένα πολύ μεγάλο ποσοστό συμμετοχής για τα ιατρικά του έξοδα στην Ελλάδα».
Ο φόβος του ιατρικού τουρισμού ήταν και ο λόγος για την μεγάλη καθυστέρηση στην ψήφιση της οδηγίας. Αλλά οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαψεύδουν τα στερεότυπα και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι ασθενείς δεν θέλουν να μεταβούν στο εξωτερικό. Συνήθως προτιμούν τη θεραπεία σε οικείο περιβάλλον, κοντά σε αγαπημένα τους πρόσωπα και με γιατρούς που μιλούν την ίδια γλώσσα και έχουν αναπτύξει μαζί τους μία σχέση εμπιστοσύνης.