Κατάθλιψη: άτομο και συνθήκες
Ποιός δεν υπήρξε κάποια στιγμή , λίγο παραπάνω θλιμμένος, απ΄όσο « θάπρεπε», ή που η λύπη του είχε περισσότερη διάρκεια του συνηθισμένου; Ποιός θα μπορούσε να εξαιρέσει τον εαυτό του από την πιθανότητα να συναντηθεί με την κατάθλιψη , την μελαγχολία, την ανεξήγητη θλίψη;
Αλλοτε, πάλι, η μελαγχολία παρατείνεται για δικαιολογημένες μεν δυστυχίες, για μεγάλες ατυχίες, που όμως αρνούμαστε να τις δεχθούμε και να ζήσουμε με αυτές, κάνοντας τις απαιτούμενες αλλαγές.
Πολλές φορές, συνηθισμένα γεγονότα έχουν εξαιρετικά μεγάλη δύναμη συντριβής για συγκεκριμένους ανθρώπους, αυτούς που είναι πολύ περισσότερο αδιάλλακτοι στο παζάρεμα της απώλειας. Αυτή είναι η παροδική μελαγχολία, η αντιδραστική κατάθλιψη, που επέρχεται όταν η ζωή αναταράσσεται, σκοντάφτει σε ανεκπλήρωτες ανάγκες, σε καλά καθιερωμένες και πληκτικές συνήθειες , βιώματα και φόβους έντονου πάθους ή όταν η αγάπη και η φροντίδα δείχνει την παγερή απουσία της. Ισως η κατάθλιψη να είναι μια άμυνα εναντίον του θανάτου, μια ανικανότητα απώλειας όσων εμείς οι ιδιοι δημιουργούμε .
Ο καθένας μας λοιπόν θα μπορούσε να γράψει το δικό του πόνημα πάνω στις μορφές του προσωπικού του του πόνου, ένα ατέλειωτο κατάλογο από εμπειρίες δυστυχίας, συντριπτικό της ψυχής και της εύφορης διάθεσης. Ισως γιατί δεν ξέρουμε να χάνουμε . Ισως γιατί πιστεύουμε, χαμένοι στην πλάνη της εκάστοτε προσωρινής απώλειας, ότι θα καταφέρουμε, αναπτύσσοντας στο μέλλον τις κατάλληλες στρατηγικές, να εμποδίσουμε νέες απώλειες, νέους χαμούς. Ομως, κανένας άνθρωπος δεν είναι απαλλαγμένος από εμπόδια, κακοτυχίες , δυσάρεστες ανατροπές. Ισως αυτή να είναι η πιο λανθασμένη από τις αντιλήψεις μας, μιας και η ίδια η ζωή είναι μια διαρκής πορεία χαράς αλλά και απώλειας, δεν γίνεται να απαλλαγούμε από κινδύνους, από την ημερομηνία λήξης του εαυτού, των καταστάσεων και των άλλων. Αλλωστε, μέσα σ΄ένα κόσμο, δομημένο τόσο ασυνάρτητα όσο και αρμονικά, δεν θα μπορούσαμε παρά να αναπτύξουμε ένα ανάλογα αντιφατικό προσωπικό οικοσύστημα.
Αποστρεφόμαστε λοιπόν την μελαγχολία, επειδή επιθυμούμε να αγνοούμε την υποψηφιότητά μας στον πόνο, γνωρίζοντας την εν δυνάμει πιθανότητα
να αναμετρηθούμε μαζί της, όπως και με κάθε μορφής αρρώστια.
Η μελαγχολία , ως συστατικό της ανθρώπινης φύσης, δείχνεινα εισβάλλει στη ζωή μας όταν η φαντασία, η παράλογη επιθυμία αφήνεται ανεξέλεγκτα να διαστρέφει την πραγματικότητα. Μας γοητεύει το παράλογο, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούμε να εξορκίσουμε τις συνέπειες.
Κάθε φορά, κάθε απώλεια, μεταβάλλεται από την ελπίδα, λογική ή παράλογη, γίνεται νέο σημείο αναφοράς, νέο σημείο πίστης ότι θα υπάρξουν αποφασιστικές λύσεις που θα αποκλείσουν την επανεμφάνισή της. Ομως η ελπίδα δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η ζωή θα υπάρξει οπωσδήποτε γενναιόδωρη δεν μπορεί να αποτρέψει κανένα κίνδυνο για νέες απώλειες. Κάθε φορά που η ελπίδα θα αθετεί τον λόγο της, η απώλεια θα μας καλεί να ζούμε μαζί της.
Είμαστε λοιπόν πολίτες της χαράς και του πόνου και σε καμμιά περίπτωση ο κόσμος μας δεν μπορεί να χωρισθεί στα δύο: Από τη μια μεριά οι θλιμμένοι και από την άλλη οι χαρούμενοι και είναι πραγματικά αξιοπερίεργο, γιατί αδυνατούμε να παρατηρήσουμε και να ελέγξουμε τις φαντασιώσεις μας, αυτές που μας οδηγούν σε μια παράλογη αίσθηση σταθερότητας και διάρκειας, σε μια παράλογη απογύμνωση των ευχάριστων γεγονότων από το μερίδιό τους στον πόνο. Οι γονείς, για παράδειγμα, φαντασιώνουν την αυτοδυναμία των παιδιών τους, την πορεία τους στην ανεξαρτησία, τις σπουδές και τους γάμους τους, αποκλείοντας από το φαντασιακό τους τον πόνο του αποχωρισμού, το κενό, το υπαρξιακό ζήτημα για το νόημα της δικής τους ζωής.
Γιατί, τότε, θεωρούμε ότι ο εκάστοτε καταθλιπτικός έχει το πρόβλημα και όχι αυτός που αντιμετωπίζει τα δύσκολα γεγονότα, πάντα με μια επίσης « παράλογη» αισιοδοξία; Ποιός από τους δυο δεν έχει «καλή επαφή» με τον ρεαλισμό και την πραγματικότητα; Και γιατί ενισχύεται η αντίληψη ότι « πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι και να έχουμε μόνο ευχάριστα συναισθήματα»;
Η πορεία της μελαγχολίας, η ιστορική διαδρομή της, δείχνει ότι το περιβάλλον, οι κοινωνικές αντιλήψεις, η μόδα ίσως έχει μια κανονιστική θέση απέναντί της.
Στην αναγέννηση , η μελαγχολία συνδέθηκε με την « τρέλλα», την θρησκευτική αντιμετώπισή της ως αμαρτίας και ενοχής. Ο Φιτσίνο για παράδειγμα, την απέδωσε σε « διαβολική παρέμβαση σε ασταθείς ψυχές». Από την άλλη, την ίδια εποχή, ήταν συνυφασμένη και με την υπαρξιακή αναζήτηση: η θρησκεία, οι αρρώστιες, η ανεργία οι επαναστατικές επιστημονικές αντιλήψεις διατάρασσαν την ισορροπία. Ταυτόχρονα, μελαγχολία υποσχόταν ελευθερία του μυαλού.Ουδείς μπορούσε να χαρακτηρισθεί αναζητητής της ζωής χωρίς να είναι μελαγχολικός, ουδείς καταξιωνόταν ως φιλόσοφος αν δεν φορούσε μαύρα ρούχα , αν δε περπατούσε με σκυμμένο το κεφάλι απορροφημένος από τα μεγάλα ερωτήματα. Ηταν η τάξη των ανικανοποίητων ανθρώπων, θύματα του συρμού της εποχής. Τότε η μελαγχολία εμφανιζόταν ως επιλογή. Ο καταθλιπτικός άνθρωπος ήταν άξιος θαυμασμού, γιατί ξεχώριζε από το πλήθος, ήταν διαφορετικός, πάντα φευγάτος , σκυθρώπιαζε μπροστά στις τετριμμένες χαρές, αναζητώντας πιεστικά μόνο το νόημα της ύπαρξης, την αλήθεια. Και την αναζητούσε επίμονα, με σύμμαχους την θλίψη και τον πόνο, ως μόνες προωθητικές δυνάμεις της σκέψης σε ανώτερες σφαίρες διανόησης.
Σήμερα η κατάθλιψη, δεν θα ήταν υπερβολικό να χαρακτηρισθεί ως επιδημία, αποτέλεσμα ενός συνδυασμού της ατομικής ματιάς και της ορθολογιστικής εποχής μας , το βασίλειο του γνωστικισμού που υπόσχεται την ευχαρίστηση και αδυνατεί να την υπηρετήσει. Η πολλά υποσχόμενη γύρω από ζητήματα ελευθερίας, σεβασμού και ατομικής συμμετοχής για τη διαμόρφωση της κοινωνίας σημερινή εποχή, στην πράξη δημιουργεί συνθήκες ανταγωνισμού, καταπίεσης και αδικίας . Καθημερινά κυκλοφορούν ιδέες, μηνύματα, οδηγίες και αγαθά, που υποτίθεται ότι διευκολύνουν προς μια ευχάριστη και ήρεμη ζωή, απαλλαγμένη από το άγχος και τη θλίψη, ενώ ουσιαστικά εντείνουν και επεκτείνουν τις ανισότητες και την απομόνωση. Ο σημερινός άνθρωπος οδηγείται περισσότερο να βρίσκει τρόπους αναπλήρωσης του χαμένου του παράδεισου, καταφεύγοντας σε πολύωρη και εντατική εργασιακή απασχόληση και καταναλωτικά αγαθά, αντί να διακονεί αυθεντικά τις πραγματικές επιθυμίες του.