Κάπνισμα και στυτική δυσλειτουργία
Το κάπνισμα είναι η πιο κοινή συνήθεια που συνδέεται με την ανάπτυξη στυτικής δυσλειτουργίας. Παρά το ό,τι οι καπνοβιομηχανίες στις διαφημιστικές εκστρατείες τους επιχειρούν να συνδέσουν τον ανδρισμό ή την ενηλικίωση με το τσιγάρο, οι καπνιστές παρουσιάζουν σε νεαρότερες ηλικίες προβλήματα στύσης, λόγω της τοξικής δράσης του καπνού στα αγγεία του πέους. Δυστυχώς, λόγω ελλιπούς πληροφόρησης η πραγματικότητα αυτή δεν είναι αντιληπτή στο ευρύ κοινό, στην Ελλάδα.
Οι μηχανισμοί ανάπτυξης στυτικής δυσλειτουργίας στον καπνιστή είναι σύνθετοι. Ο άκαυστος καπνός περιέχει νικοτίνη, καρκινογόνες ουσίες και τοξίνες, με την καύση όμως οι βλαπτικές ουσίες σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες πολλαπλασιάζονται λόγω της εξαέρωσης, της πυρόλυσης της πυροσύνθεσης του καπνού και των άλλων χημικών προσθέτων που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των διαφόρων ειδών τσιγάρου. Η νικοτίνη, η κύρια εθιστική ουσία στο τσιγάρο, αποδίδεται πολύ γρήγορα στον εγκέφαλο και προκαλεί εξάρτηση. Οι εθισμένοι στην νικοτίνη καπνιστές ρυθμίζουν αυτόματα την πρόσληψη νικοτίνης βάσει των επιπέδων της στο αίμα καπνίζοντας όταν απαιτείται ώστε να προκληθούν τα ψυχοδραστικά αποτελέσματα της νικοτίνης και να αποφευχθούν τα συμπτώματα στέρησης.
Το κάπνισμα αλλοιώνει τα επίπεδα μονοξειδίου του αζώτου, το ενδοθήλιο και την ελαστικότητα των αγγείων του ανδρικού γεννητικού συστήματος και προάγει την ανάπτυξη δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου. Αυξάνει τα επίπεδα του ινωδογόνου, μιας μεταβλητής που έχει συνδεθεί με αυξημένη επίπτωση αθηρωμάτωσης των αγγείων που τροφοδοτούν το ανδρικό γεννητικό σύστημα. Υπάρχει πολλαπλή αλληλεπίδραση του καπνίσματος με άλλους παράγοντες που προάγουν την γήρανση και την αθηροσκλήρυνση των αγγείων όπως η υπέρταση, η αυξημένη χοληστερόλη, ο διαβήτης, το μεταβολικό σύνδρομο.
Σύμφωνα με μελέτες η δυσμενής επίδραση του τσιγάρου συνδέεται τόσο με τον αριθμό των τσιγάρων που καταναλώνονται όσο και με την διάρκεια του καπνίσματος. Σύμφωνα με έρευνες οι καπνιστές έχουν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας συγκριτικά με τα άτομα που δεν κάπνισαν ποτέ. Η δυσμενής επίδραση του τσιγάρου είναι περισσότερο εμφανής στην δεκαετία σαράντα – πενήντα με τους μη καπνιστές να εμφανίζουν στυτικά προβλήματα σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Επιπρόσθετα το κάπνισμα αναστέλλει την απελευθέρωση μονοξειδίου του αζώτου από κύτταρα του φυσιολογικού ενδοθηλίου και από χολινεργικές παρασυμπαθητικές και μη αδρενεργικές μη χολινεργικές οδούς, που κινητοποιούνται κατά την διάρκεια της στύσης, μετά την χορήγηση ορισμένων θεραπευτικών σκευασμάτων. Έτσι το κάπνισμα μειώνει την αποτελεσματικότητα ορισμένων θεραπευτικών παρεμβάσεων, που χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση του προβλήματος.