O παιδόφιλος της διπλανής πόρτας
«Ήταν βραδάκι. Το μοναδικό της βδομάδας που έμενα μόνη μου στο σπίτι εκείνη τη χρονιά. Οι γονείς μου πήγαιναν επίσκεψη σε κάποιον ηλικιωμένο συγγενή μας.
Δεν ανησυχούσαν για ‘μένα γιατί θα με πρόσεχε, όπως κάθε βδομάδα, ο κύριος Νίκος, συνταξιούχος δάσκαλος και παιδικός φίλος του πατέρα μου. Ζούσε ένα τετράγωνο πιο κάτω από εμάς με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους περίπου στην ηλικία μου. Στην αρχή ερχόνταν με μια σοκολάτα και με έπαιρνε στην αγκαλιά του για να με κεράσει. Όταν μπήκε το καλοκαίρι, έβγαζε τα ρούχα του γιατί δεν άντεχε τη ζέστη, αλλά συνέχιζε να με παίρνει αγκαλιά και έπρεπε να παίζουμε ένα παιχνίδι… προσπαθούσα πολύ να μην συγκρατώ τίποτα από εκείνο το παιχνίδι. Μου έλεγε ότι δεν έπρεπε να μιλήσω ποτέ για αυτό στους γονείς μου, διαφορετικά θα με έστελναν σε κάποιο ίδρυμα μακριά από το σπίτι μου. Εκείνο το βραδάκι όμως οι γονείς μου γύρισαν νωρίτερα στο σπίτι.
Νομίζω ότι τελικά ο κύριος Νίκος πρέπει να πήγε στο ίδρυμα που ανέφερε, γιατί δεν τον ξαναείδα. Έχουν ήδη περάσει 3 χρόνια, αλλά συνεχίζω να βλέπω κάθε βράδυ τον ίδιο εφιάλτη, με όλα αυτά που έχω προσπαθήσει πολύ να ξεχάσω.»
“είναι ο οικογενειακός μας φίλος, ο γείτονας, ο κληρικός, ο δάσκαλος…”
Οι πολυάριθμες υποθέσεις που βλέπουν πλέον το φως της δημοσιότητας, η συχνότερη δήλωση των περιστατικών σήμερα σε σχέση με το παρελθόν -υπό τη σκιά της στιγματοποίησης-, η εμπεριστατωμένη επιστημονική ερευνα, καθώς επίσης η συγκλονιστική δημόσια παραδοχή της παιδοφιλίας ως συχνού φαινομένου σε σχολεία και εκκλησίες, αποκαλύπτουν τη μεγάλη αλήθεια:
O παιδόφιλος δεν ταυτοποιείται αποκλειστικά στην εικόνα του διαστροφικού αγνώστου που πλησιάζει τα παιδάκια στο πάρκο, αλλά είναι ο οικογενειακός μας φίλος, ο γείτονας, ο κληρικός, ο δάσκαλος, ο άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας που θα μπορούσε εν δυνάμει να λειτουργήσει και ως πατρικό πρότυπο για το παιδί μας.
Η παιδοφιλία αποτελεί μια κλινική διάγνωση και όχι νομικό όρο. Σύμφωνα με τη διεθνή ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών, ως παιδόφιλος ορίζεται οποιοσδήποτε άνθρωπος ηλικίας μεγαλύτερης των 16 ετών (ή 5 έτη μεγαλύτερος από το θύμα του) που βιώνει σεξουαλική διέγερση ή σεξουαλικές ορμές για παιδιά μικρότερα των 13 ετών, για μια περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών. Πρόκειται για μια περίπλοκη ψυχοσεξουαλική διαταραχή αναγκαστικού τύπου.
Σε ό,τι αφορά στον πάσχοντα, τα παραπάνω μπορούν να είναι είτε δυστονικά ως προς το εγώ, δηλαδή καταναγκαστικές παρορμήσεις αντίθετες προς τη λογική επιθυμία και επομένως παράγοντες θλίψης και κοινωνικής απόσυρσης που οδηγούν στην εθελοντική αναζήτηση θεραπείας, είτε συνηθέστερα σύντονες με το εγώ οπότε οι πάσχοντες ενδίδουν κατ’επανάληψη στις καταναγκαστικές παρορμήσεις τους και διαπράττουν ασέλγεια με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
“καταφεύγουν σε διάφορες μορφές ψυχικού χειρισμού”
Οι περισσότεροι παιδόφιλοι παραδέχονται ότι η έλξη τους για παιδιά εκδηλώνεται περίπου στην εφηβεία τους, χωρίς αυτό να αποκλείει την πρώτη εκδήλωση της διαταραχής αργότερα στον χρόνο. Πράγματι, από τη διεθνή εμπειρία με αρχεία νομικών υποθέσεων προκύπτει ότι 44% των παιδόφιλων που απασχολούν το νομικό σύστημα έχουν ηλικίες μεταξύ 40 και 70 ετών και απαρτίζουν το 60% όλων των ενηλίκων με παραβατική σεξουαλική δραστηριότητα.
Η παιδοφιλία εκδηλώνεται με διάφορες πράξεις και συμπεριφορές, όπως η επίδειξη γεννητικών οργάνων σε παιδιά, η αυτοϊκανοποίηση παρουσία παιδιών, η ηδονική παρατήρηση γυμνών παιδιών, η επαφή και τριβή των γεννητικών οργάνων πάνω σε παιδιά, ή ακόμη περισσότερο επεμβατικές πράξεις όπως η στοματική, η πρωκτική και η κολπική διείσδυση. Κατά κανόνα, οι παιδόφιλοι δεν χρησιμοποιούν βία στην επαφή τους με τα παιδιά, αλλά καταφεύγουν σε διάφορες μορφές ψυχικού χειρισμού και απευαισθητοποίησης. Αυτό σημαίνει ότι είναι έμμεσα διεκδικητικοί και η επίθεσή τους είναι καλυμμένη. Αρχικά εμφανίζονται ως φιλικοί και υποστηρικτικοί, ή χρησιμοποιούν συναισθηματικό (ή και άλλο) εκβιασμό. Σε κάθε περίπτωση, η προσέγγισή τους είναι προοδευτική και στοχευμένη, κατεργασμένη βήμα προς βήμα για την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης του παιδιού, αλλά συχνά και των κηδεμόνων του.
Γενικά, οι παιδόφιλοι επιλέγουν οικογένειες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, στις οποίες ο πατέρας είναι ολότελα απών (πχ. μονογονεϊκές οικογένειες και παιδιά διαζευγμένων γονιών), ή απουσιάζει για μεγάλες περιόδους. Προσεγγίζουν ευάλωτα, ευαίσθητα παιδιά που δείχνουν μελαγχολικά και χρειάζονται καταφανώς κάποια συναισθηματική υποστήριξη. Επιδιώκουν να απασχολούνται σε εργασίες που τους φέρνουν κοντά σε παιδιά. Συνηθέστερα απαντώνται ως νηπιαγωγοί, προπονητές, baby-sitters, εθελοντές κατασκηνώσεων, προσκοπικών συλλόγων κ.α.
“έχουν κατά κανόνα υψηλό μορφωτικό επίπεδο”
Σε ό,τι αφορά στο διαδίκτυο, οι εκεί παροικούντες ταξινομούνται γενικά σε 4 κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει εκείνους που παρενοχλούν συστηματικά ένα παιδί-στόχο με σκοπό να επιτύχουν τη φυσική, «δια ζώσης» πρόσβαση. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει εκείνους που περιορίζονται στην διαδικτυακή συναναστροφή και επιδιώκουν την ικανοποίησή τους από απόσταση. Η τρίτη κατηγορία αφορά σε εκείνους που αξιοποιούν το διαδίκτυο με περισσότερο παθητικό τρόπο, δηλαδή με την άντληση πορνογραφικού περιεχομένου χωρίς ευθεία συναναστροφή. Η τέταρτη κατηγορία ενσωματώνει όλους εκείνους που οργανώνονται σε ομάδες, ή δημιουργούν έναν μεταξύ τους δίαυλο, διαμέσω του οποίου επικοινωνούν εμπειρίες και διαμοιράζονται, ή και διακινούν πορνογραφικό υλικό, ή ακόμη και παιδιά με τα οποία έχουν πραγματικές επαφές.
Η διεθνής επιστημονική και εγκληματολογική έρευνα στο αντικείμενο αποκαλύπτει διάφορα δεδομένα. Σε ορισμένες μελέτες 30 εως 80% των ανθρώπων που καταναλώνουν παιδική πορνογραφία και 75% εκείνων που έχουν απασχολήσει τις αρχές για λόγους διαδικτυακής παιδικής πορνογραφίας, φέρονται να έχουν κακοποιήσει τουλάχιστον ένα παιδί.
Σε άλλες έρευνες υποστηρίζεται ότι η κατανάλωση παιδικής πορνογραφίας δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασέλγειας στην πράξη. Επισημαίνεται ότι ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν παιδοφιλικές φαντασιώσεις και ενορμήσεις αλλά δεν τις υλοποιούν, ή δραστηριοποιούνται αλλά δεν γίνοται αντιληπτοί, ή δεν καταλήγουν στη δικαιοσύνη, παραμένει άγνωστος και οι στατιστικές δεν μπορεί να έχουν ακρίβεια.
Κατά παράδοξο τρόπο, οι καταναλωτές παιδικής πορνογραφίας έχουν κατά κανόνα υψηλό μορφωτικό επίπεδο, ικανοποιητικό ή μεγάλο δείκτη νοημοσύνης και καλή κοινωνική και επαγγελματική θέση. Έχουν ηλικίες από 18 εως 65, αλλά κατά μέσο όρο είναι 35 ετών. Κατά πλειονότητα είναι ελεύθεροι ή χωρισμένοι, και σε ποσοστό 25% έχουν δικά τους παιδιά. Χρησιμοποιούν το διαδίκτυο με αυτό το σκοπό σχεδόν αποκλειστικά από το σπίτι τους.
“η γυναίκα παιδόφιλη είναι 22 ως 33 ετών”
Οι περισσότεροι παιδόφιλοι είναι άρρενες, αν και αποτελεί γεγονός ότι τα περιστατικά που αφορούν σε παιδόφιλες γυναίκες δεν καταγράφονται, ή διαφεύγουν ολότελα της αντίληψης του περιβάλλοντος καθώς είναι αναμενόμενο για τη γυναίκα να προσφέρει στοργή ή υπηρεσία φροντίδας σε παιδιά. Η γυναίκα παιδόφιλη είναι συνήθως 22 ως 33 ετών, πάσχει με κάποια ψυχική διαταραχή, συνήθως κατάθλιψη, εξάρτηση από ουσίες ή από μια διαταραχή προσωπικότητας (οριακή, ναρκισιστική, αντικοινωνική). Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι στα περισσότερα δηλωμένα περιστατικά παραβατικής συμπεριφοράς γυναικών παιδόφιλων που φθάνουν στο νομικό σύστημα, συμμετείχε και ένας άνδρας παιδόφιλος.
Από τη διεθνή επιστημονική έρευνα προκύπτει ότι οι παιδόφιλοι είναι άνθρωποι με δυσφορικά αισθήματα κατωτερότητας, απόσυρσης, μοναξιάς και μειωμένης αυτοπεποίθησης. Συνήθως πρόκειται για συναισθηματικά ανώριμους και συναισθηματικά ασταθείς ανθρώπους, που αντιμετωπίζουν έντονη δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις τους. Μόλις οι μισοί εξ αυτών είναι παντρεμένοι, ή παραμένουν σε σταθερές σχέσεις για κάποια περίοδο της ζωής τους. Φέρονται να βιώνουν έντονο θυμό και αντιδρούν με παθητική επιθετικότητα προς το περιβάλλον τους. Πολύ συχνά είναι αριστερόχειρες και έχουν περιορισμένες γνωσιακές δυνατότητες, σε αντιδιαστολή με τους συνήθεις καταναλωτές της παιδικής πορνογραφίας. Διαχειρίζονται με ιδιαίτερη δυσκολία επώδυνα συναισθήματα και αναμνήσεις και τείνουν να καταφεύγουν καθ’υπερβολή σε δυσλειτουργικούς αμυντικούς μηχανισμούς όπως η διανοητικοποίηση, η άρνηση, η γνωσιακή διαστρέβλωση και η εκλογίκευση.
Πράγματι, όταν οι πράξεις τους γίνουν αντιληπτές από άλλους ενήλικες, ή την αστυνομία, ενεργοποιείται ένας τέτοιος μηχανισμός άμυνας. Για παράδειγμα μέσω άρνησης θα ισχυριστούν ότι δεν διέπραξαν ο,τιδήποτε κολάσιμο προσφέροντας μια «αγκαλιά» σε ένα παιδί που την είχε ανάγκη, μέσω ελαχιστοποίησης θα επιμείνουν ότι η πράξη τους συνέβη μια μοναδική φορά, μέσω της ηθικοποίησης ότι «αγαπούν» αλλά δεν «κακοποιούν» παιδιά, μέσω της εκλογίκευσης ότι οι πράξεις τους έχουν εκπαιδευτικό χαρακτήρα προς τα θύματα, μέσω προβολής και επίθεσης ότι τα θύματα σαγήνευσαν τον θύτη και πρόκριναν τις πράξεις του, κ.ο.κ.
Ένα ποσοστό 27% των παιδόφιλων εντοπίζονται μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον του θύματος (γονέας 19%, πατριός 30%, θείος 18%, ή παππούς 5% και άλλος κοντινός συγγενής). Ωστόσο, οι μισές πράξεις που αφορούν σε παιδιά μικρότερα των 6 ετων έως 11 έτων, διαπράττωνται μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον.
Το ποσοστό αυτό μειώνεται στο ένα τέταρτο σε ό,τι αφορά στα περιστατικά παιδιών μεταξύ 12 και 17 ετών. Εντούτοις, στο 70% των περιπτώσεων βίαιης σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ο παιδόφιλος είναι άγνωστος στο θύμα του.
Σε μια μεγάλη έρευνα με 2429 καταγραφές παιδόφιλων ανδρών, μόλις 7% των παιδόφιλων ομολόγησαν ότι βίωναν αποκλειστική σεξουαλική έλξη για παιδιά. Επίσης, σε ποσοστό ως 40% είχαν ομοερωτικές τάσεις, δηλαδή έλξη για παιδιά του ίδιου φίλου. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον δεδομένο καθώς το ποσοστό αυτό ξεπερνά κατά πολύ το αναμενόμενο ποσοστό ομοφυλοφιλίας στον γενικό πληθυσμό (11-13%). Οι ομοερωτικοί παιδόφιλοι προτιμούν παιδιά 10 έως 13 ετών, ενώ οι ετεροερωτικοί προτιμούν παιδιά 8 έως 10 ετών.
Τα παιδιά μικρότερα των 12 ετών κακοποιούνται, στατιστικά, πρωινές (8πμ) και απογευματινές ώρες (3-6μμ). Τα παιδιά 12 εως 17 ετών φαίνεται ότι κακοποιούνται συχνότερα μεταξύ 8μμ και 2πμ, δηλαδή με την ίδια χρονική κατανομή της ενήλικης σεξουαλικής δραστηριότητας.
Για ορισμένους μελετητές, η παιδοφιλία έχει έδαφος στην ψυχαναγκαστική επιθετικότητα που ανακουφίζει εσωτερικές πιέσεις και παρορμήσεις. Εξάλλου, είναι ιδιαίτερα συχνή η συνοσηρότητα με άλλες ψυχικές παθήσεις όπως οι συναισθηματικές (60-80%) και οι αγχώδεις (50-60%) διαταραχές, η κλεπτομανία, η πυρομανία και οι εξαρτήσεις.
Η σειρά γέννησης φαίνεται ότι έχει, επίσης, ιδιαίτερη σημασία. Στατιστικά, οι παιδόφιλοι έχουν μεγαλύτερους άρρενες αδελφούς. Αυτό ίσως εξηγείται μέσω του μηχανισμού δημιουργίας αντισωμάτων έναντι αρρένων στη μήτρα, λόγω ευαισθητοποίησης από τις προηγούμενες γεννήσεις αρρένων -εξάλλου, ο ίδιος μηχανισμός φαίνεται ότι συμμετέχει και στη διαμόρφωση του ομοερωτικού σεξουαλικού προσανατολισμού στους άνδρες-, ίσως όμως να σχετίζεται με την προχωρημένη ηλικία της μητέρας κατά τη σύλληψη.
“ποικίλες νευροανατομικές ανωμαλίες”
Από τη νευροπαθοφυσιολογική άποψη, σε απεικονιστικές μελέτες έχουν αναφερθεί ποικίλες νευροανατομικές ανωμαλίες στον εγκέφαλο, με πλέον χαρακτηριστική την αμφοτερόπλευρα ελαττωμένη φαιά ουσία στο κοιλιακό ραβδωτό σώμα, στον πρόσθιο φλοιό, στη νήσο του Ρέιλ, περικογχικά στον μετωπιαίο φλοιό και στην παρεγκεφαλίδα. Καθώς επίσης λειτουργικά παθοφυσιολογικά ευρήματα όπως ο μειωμένος μεταβολισμός της γλυκόζης στον δεξιό κατώτερο κροταφικό φλοιό και στην άνω κοιλιακή μετωπιαία έλικα.
Η μετατραυματική διαταραχή παράγει απεικονιστικές λειτουργικές διαφοροποιήσεις στις ίδιες περιοχές. Ασφαλώς, δεν είναι σαφής η απάντηση στην ερώτηση αν αυτές οι διαπιστώσεις συνάδουν με διαφοροποιήσεις κατά την ανάπτυξη και ωρίμανση του εγκεφάλου ή με επίκτητες αλλαγές στο έδαφος τραυματικών εμπειριών, όπως η κακοποίηση των ίδιων των παιδόφιλων κατά την παιδική τους ηλικία, ή μηχανικών βλαβών, όπως συμβαίνει σε περιστατικά τραυματισμού της κεφαλής με σύνοδο απώλεια συνείδησης κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, ακόμη και συνδυαστικά με μια κακοποίηση.
Από πολλές έγκριτες επιστημονικές έρευνες πάντως, προκύπτει ότι περίπου 30% όλων των γυναικών και 15% όλων των ανδρών (στον γενικό πληθυσμό) έχουν την εμπειρία κάποιας ανεπιθύμητης σεξουαλικής επαφής, μικρής ή μεγάλης έκτασης, μέχρι την ηλικία των 17 ετών. Εξ αυτών, 21% των γυναικών και 44% των ανδρών έχουν βιώσει επανηλλειμένες παρενοχλήσεις. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό αυτό έχει παγκόσμια κατανομή.
Η σημαντικότερη υπόθεση που διατυπώνεται είναι ότι το κακοποιημένο παιδί επιζητώντας μια νέα ταυτότητα για το ίδιο, ταυτίζεται με τον βασανιστή του και γίνεται βασανιστής. Κατά μια άλλη θεωρία, εντυπώνεται ένα μοτίβο πρόωρης σεξουαλικής διέγερσης στο κακοποιημένο παιδί, ενδεχομένως μέσω μαθησιακών διεργασιών, που θα εκδηλωθεί αργότερα ως υπερσεξουαλική συμπεριφορά.
“οι πράξεις κακοποίησης επιφέρουν μη αναστρέψιμα αποτελέσματα”
Τα κακοποιημένα παιδιά βασανίζονται με ενοχές, φοβίες, θυμό, σύγχυση, και συχνά σοβαρή κατάθλιψη με υφέσεις και εξάρσεις. Φαίνεται ότι αναπτύσσουν την τάση να αποχωρούν από κοινωνικές ή διαπροσωπικές περιστάσεις και υποκαθιστούν τις αγχογόνους γι’αυτά διεγέρσεις, από τη συναναστροφή τους με τους άλλους, με τον εσωτερικό φαντασιωσικό τους κόσμο. Ρέπουν στη χρήση ουσιών για την αλλαγή της συνειδησιακής τους κατάστασης και αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Συμπερασματικά, οι πράξεις κακοποίησης επιφέρουν, δυστυχώς, μη αναστρέψιμα αποτελέσματα. Η παιδοφιλία αποτελεί διαταραχή που διαγιγνώσκεται δύσκολα και συνήθως μετά από τελεσθέντα περιστατικά ασέλγειας, ωστόσο έχει ευρεία επιδημιολογική κατανομή. Η κοινωνική διαδικτύωση διευκολύνει την πρόσβαση παιδόφιλων στα παιδιά, παρά τις απαγορεύσεις και την αυστηρότητα του νόμου.
Συνυπολογίζοντας όλα τα παραπάνω, η διάκριση παραγόντων κινδύνου δεν είναι εύκολη σε πρώτη ανάγνωση, ειδικά εντός του οικείου περιβάλοντος. Είναι σημαντικό τόσο για τους λειτουργούς της υγείας και πρόνοιας που εξετάζουν παιδιά, όσο και για τους γονείς, να βρίσκονται σε επιφυλακή αφενός για προειδοποιητικά σημεία από την εμφάνιση, το συναίσθημα, τη συμπεριφορά και τη δραστηριότητα των παιδιών, όσο και για τη δομή του περιβάλλοντος των παιδιών και των ανθρώπων που αναπτύσσουν δεσμούς ή σχέσεις οποιουδήποτε είδους με αυτά.
http://maga.gr