Πάνω από 2 εκατομμύρια άνω των 55 ετών υποφέρουν από διαταραχές ύπνου
Δεν χρειάζεται να ζει κανείς με την αϋπνία: αυτό είναι το μήνυμα που στέλνουν οι ειδικοί σε όσους δίνουν αγώνα να «χαθούν» στον ύπνο. Και όπως δείχνουν τα στοιχεία, είναι πολλοί αυτοί που δεν μπορούν να κλείσουν μάτι. Το «μυστικό» όμως, για ένα καλό ύπνο φαίνεται πως κρύβεται στα…μωρά.
Μόνον στην χώρα μας υπολογίζεται ότι πάνω από 2 εκατομμύρια άνθρωποι άνω των 55 ετών υποφέρουν από διαταραχές ύπνου. Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εδώ, καθώς εκείνοι που δεν μπορούν να κοιμηθούν νιώθουν κουρασμένοι κατά τη διάρκεια της ημέρας, έχουν κακή διάθεση, παρουσιάζουν χαμηλή αποδοτικότητα στη δουλειά, μειωμένη ικανότητα μάθησης και μνήμης και βέβαια η υπνηλία που νιώθουν ευθύνεται για ένα μεγάλο αριθμό εργατικών και οδηγικώνατυχημάτων.
Κι όμως, οι επιστήμονες επιμένουν πως ο ύπνος είναι «ζωή» για το σώμα μας– αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως ένας καλός ύπνος βελτιώνει κατά 15% τη μνήμη και τη πνευματική μας ευστροφία. «Δεν είναι τυχαίο πως καταναλώνουμε το 1/3 της ζωής μας στον ύπνο. Είναι απαραίτητος, γιατί κατ’ αυτό τον τρόπο αναζωογονείται ο ανθρώπινος οργανισμός – ενισχύεται η μνήμη, η εγκεφαλική δραστηριότητα, το ανοσολογικό σύστημα. Όσο όμως μεγαλώνουμε τόσο αυξάνονται και τα ποσοστά εμφάνισης αϋπνίας ή άλλων διαταραχών ύπνου », υπογράμμισε σε συνέντευξη Τύπου η κ. Κλημεντίνη Ε. Καραγεωργίου, διευθύντρια του Νευρολογικού Τμήματος στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. Γεννηματάς».
Γιατί, όμως τα βρέφη και τα παιδιά έχουν τον ύπνο στο…τσεπάκι τους ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία στριφογυρίζουν στο κρεβάτι χωρίς να μπορούν να βρουν ησυχία; Οι επιστήμονες κατέληξαν πως η απάντηση βρίσκεται στη μελατονίνη. «Πρόκειται για μια φυσική ορμόνη που παράγεται στον εγκέφαλο μας κατά τη διάρκεια της νύχτας, ή οποία ρυθμίζει το βιολογικό μας ρολόι – δηλαδή, τις ώρες που πρέπει να κοιμόμαστε» συμπλήρωσε η κ. Καραγεωργίου. Έρευνες ωστόσο, δείχνουν πως όσο μεγαλώνουμε τόσο μειώνεται η ποσότητα παραγωγής της, με αποτέλεσμα να μειώνονται και οι ώρες του βραδινού ύπνου.
Η χορήγηση μελατονίνης σε όσους πάσχουν από αϋπνία, φαίνεται να έχει θετικά αποτελέσματα. Ειδικότερα,η συγκεκριμένη αυτή ουσία είχε χρησιμοποιηθεί με μεγάλη επιτυχία στη αντιμετώπιση των προβλημάτων ύπνου που παρουσίαζαν τα άτομα στα υπερ-ατλαντικά τους ταξίδια (jet lag) λόγω αποδιοργάνωσης του βιολογικού ρολογιού που επιφέρει η αλλαγή της ώρας.
Προσπάθειες που είχαν γίνει για να δοκιμασθεί η μελατονίνη στην αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων ύπνου αποτύγχαναν λόγω της πολύ μικρής διάρκειας ζωής που έχει η ορμόνη αυτή μέσα στον οργανισμό μας. Τα τελευταία όμως χρόνια η σύγχρονη τεχνολογία επέτρεψε την παρασκευή της μελατονίνης σε μορφή βραδείας αποδέσμευσης με αποτέλεσμα πλέον η ορμόνη αυτή να παραμένει στον οργανισμό μας όσο και η φυσική ορμόνη εξασφαλίζοντας έτσι δράση που διαρκεί αρκετές ώρες.
«Τα δεδομένα δείχνουν πως η μελατονίνη δεν έχει παρενέργειες εν συγκρίσει με τα υπνωτικά φάρμακα που επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του ατόμου κατά τη διάρκεια της ημέρας,και παράλληλα βελτιώνει τη ποιότητα του ύπνου», υπογράμμισε από τη πλευρά του ο παθολόγος- κλινικός φαρμακολόγος και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Αναστάσιος Σπαντιδέας.
Τα «σημάδια» της αϋπνίας
Η αϋπνία είναι ένα υποκειμενικό σύμπτωμα καθυστερημένης έναρξης ύπνου,ανεπαρκούς διάρκειας ύπνου και / ή πτωχήςποιότητας ύπνο. Όπως εξηγούν οι ειδικοί, συσχετίζεται με σημαντική δυσφορία κατά τη διάρκεια της ημέρας καιταξινομείται με βάση την αιτιολογία σε:
Πρωτοπαθή αϋπνία: Αϋπνία που δεν οφείλεται σε καμία σωματική ή πνευματική πάθηση ή κανένα περιβαλλοντικό αίτιο
Τα κύρια κλινικά χαρακτηριστικά για την οριστική διάγνωση της πρωτοπαθούς αϋπνίας είναι τα εξής:
i. Τα άτομα παραπονούνται είτε για δυσκολία στην έλευση του ύπνου ή για δυσκολία στη διατήρηση του ύπνου ή για κακή ποιότητα ύπνου.
ii. Η διαταραχή του ύπνου εμφανίζεται τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα γιατουλάχιστον ένα μήνα.
iii. Το άτομο αναφέρει προβληματισμό σχετικά με την έλλειψη ύπνου και υπερβολική
ανησυχία για τις επιπτώσεις του τόσο τη νύκτα όσο και κατά τη διάρκεια της ημέρας.
iv. Η μη ικανοποιητική ποσότητα και/ή ποιότητα ύπνου είτε προκαλεί έντονη δυσφορία είτε επηρεάζει την κοινωνική και επαγγελματική λειτουργία.
Δευτεροπαθή αϋπνία: Όταν η αϋπνία οφείλεται σε προϋπάρχουσα σωματική ή ψυχική πάθηση. Τέτοιες παθήσεις είναι η ναρκοληψία, οι διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με την αναπνοή, οι διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με τον κιρκάδιο ρυθμό, οι διαταραχές της κίνησης ή παραϋπνία, οι διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με μία ψυχική διαταραχή όπως η μείζων καταθλιπτική διαταραχή, η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή ή το παραλήρημα, οι διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με τις έμμεσες φυσιολογικές δράσεις μιας ουσίας όπως είναι π.χ η καφεΐνη και διάφορα φάρμακα, ή μια γενική παθολογική κατάσταση όπως είναι ο πόνος ή η νυκτερινή ούρηση.
Η αϋπνία σε αριθμούς
Οι γυναίκες είναι τα συχνότερα θύματα των διαταραχών του ύπνου, και ιδίως της αϋπνίας, όπως προκύπτει από σειρά μελετών τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό. Είναι ενδεικτικό, πως οι γυναίκες είναι κατά 1,5 φορές πιθανότερο από τους άνδρες να παρουσιάσουν προβλήματα στον ύπνο.
Για να κατανοήσει κανείς πόσο διαδεδομένη είναι η συγκεκριμένη πάθηση αρκεί να αναλογιστεί πως το 27% των ανθρώπων που κλείνουν ραντεβού με το παθολόγο τους, παραπονιούνται επειδή στριφογυρίζουν στο κρεβάτι τους χωρίς να μπορούν να ηρεμήσουν.
Ειδικότερα, από αυτούς το 16% έχει δυσκολία στην έλευση του ύπνου, το 15% αναφέρει δυσκολία στο να διατηρήσουν τον ύπνο τους, το 15% εξηγεί παρόλο που κοιμήθηκαν δεν νιώθουν ξεκούραστοι και ένας στους δέκα ότι έχει ανάγκη αλλά δεν μπορεί να κοιμηθεί όσες ώρες θέλει.
«Η συχνότητα των προβλημάτων στον ύπνο δείχνει πως χρειάζεται να οριστεί και στη χώρα μας υποειδικότητα που να επικεντρώνεται στον συγκεκριμένο τομέα», επισήμανε από τη πλευρά του ο αναπληρωτής καθηγητής Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών κ. Μάνος Αλχανάτης.