Οζώδης πολυαρτηρίτιδα
Η οζώδης πολυαρτηρίτιδα προσβάλλει μικρού και μεσαίου μεγέθους αρτηρίες οποιουδήποτε οργάνου. Είναι σπάνια νόσος και υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο εμφανίζονται 5 έως 10 νέες περιπτώσεις ανά 1.000.000 γενικού πληθυσμού. Είναι συνήθως ιδιοπαθής, δηλ. άγνωστης αιτιολογίας, αλλά μπορεί σε μερικές περιτώσεις να σχετίζεται αιτιολογικά με τον ιό της ηπατίτιδας Β ή C, ή να εμφανίζεται σε ασθενείς με ορισμένες παθήσεις, όπως ρευματοειδή αρθρίτιδα, σύνδρομο Sjögren, μεικτή κρυοσφαιριναιμία, λευχαιμία από τριχωτά κύτταρα ή μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο.
Ποια είναι τα συμπτώματα και τα κλινικά σημεία της οζώδους πολυαρτηρίτιδας;
Στα κυριότερα συμπτώματα και κλινικά σημεία της οζώδους πολυαρτηρίτιδας περιλαμβάνονται:
Γενικά συμπτώματα, όπως πυρετός και κακουχία.
Διάφορες δερματικές βλάβες, όπως π.χ. η λεγόμενη δικτυωτή πελίωση, δηλ. κοκκίνισμα του δέρματος που μοιάζει με δίχτυ (Εικόνα 16-Α).
Περιφερική νευρίτιδα που εκδηλώνεται με μουδιάσματα ή/και παράλυση χεριών ή ποδιών (Εικόνα 16-Β και Γ).
Προσβολή των νεφρών που εκδηλώνεται με παρουσία λευκώματος ή ερυθρών αιμοσφαιρίων στα ούρα.
Υπέρταση.
Αρθραλγίες (απλοί πόνοι στις αρθρώσεις) ή αρθρίτιδα, παρουσία δηλ. φλεγμονής στις αρθρώσεις που εκδηλώνεται με πόνο και σημεία φλεγμονής, όπως το πρήξιμο, η θερμότητα και η ευαισθησία στην πίεση των αρθρώσεων (Εικόνα 16-Α).
Προσβολή του γαστρεντερικού σωλήνα με συνηθέστερο σύμπτωμα τον κοιλιακό πόνο.
Αναιμία.
Ποια είναι η σύγχρονη η θεραπευτική αντιμετώπιση της οζώδους πολυαρτηρίτιδας;
Τα γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόνη) αποτελούν τη βάση της θεραπευτικής αντιμετώπισης των ασθενών με οζώδη πολυαρτηρίτιδα. Σε περιπτώσεις μη ανταπόκρισης ή πολυσυστηματικής και σοβαρής νόσου, τα γλυκοκορτικοειδή συνδυάζονται με κυκλοφωσφαμίδη.
Ωστόσο, τονίζεται ότι κάθε ασθενής με οζώδη πολυαρτηρίτιδα αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση από πλευράς θεραπευτικής, αφού η ίδια πάθηση δεν παρουσιάζει τις ίδιες εκδηλώσεις σε όλους τους ασθενείς. Είναι, επομένως, αυτονόητο ότι το θεραπευτικό πρόγραμμα, που θα εφαρμοστεί σε ένα συγκεκριμένο ασθενή, καθορίζεται από το θεράποντα γιατρό ρευματολόγο με βάση τα κλινικά δεδομένα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ασθενούς.