Σόγια και παχυσαρκία
Η Παχυσαρκία είναι μια διαταραχή του ενεργειακού ισοζυγίου και συνοδεύεται από υπερινσουλιναιμία, αντίσταση στην ινσουλίνη και ανωμαλίες του μεταβολισμού των λιπιδίων. Επίσης είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες για την εμφάνιση Τύπου 2 ΣΔ, καρδιαγγειακών νοσημάτων , αθηροσκλήρωσης και ορισμένων μορφών καρκίνου.
Λόγω της χαμηλής συχνότητας αυτών των νοσημάτων στους λαούς της Α. Ασίας, το επιστημονικό ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην Ασιατική δίαιτα η οποία κατά κύριο λόγο αποτελείται από σόγια. Οι ευεργετικές ιδιότητες της σόγιας αποδόθηκαν στις ισοφλαβόνες που αυτή περιέχει και οι οποίες αποτελούν την κύρια ομάδα των φυτοοιστρογόνων. Οι ισοφλαβόνες, λόγω της δομικής ομοιότητας με τα ενδογενή οιστρογόνα, έχουν ήπια οιστρογονική δράση λόγω ανταγωνισμού με την 17-β οιστραδιόλη (Ε2) για τη σύνδεση με τους πυρηνικούς οιστρογονικούς υποδοχείς (ΕRs). Η οιστρογονική δραστηριότητα των ισοφλαβονών θεωρείται σημαντική όσον αφορά τις ευεργετικές επιδράσεις της σόγιας στην υγεία. Εκτός αυτού έχει βρεθεί ότι οι ισοφλαβόνες ασκούν πολλαπλές ευεργετικές δράσεις και μέσω άλλων, εκτός των οιστρογονικών υποδοχέων, οδών.
Η γενιστεϊνη , η νταιτζείνη και η γλυκιτείνη είναι οι κύριες ισοφλαβόνες της σόγιας. Η γενιστεϊνη είναι η περισσότερο μελετημένη ισοφλαβόνη, επειδή ευρίσκεται σε μεγαλύτερη πυκνότητα και επίσης είναι η πιο δραστική, λόγω της ισχυρότερης σύνδεσης με τους οιστρογονικούς υποδοχείς.
Μέσω της διατροφής και κάτω από ειδικές συνθήκες πρόσληψης προϊόντων σόγιας μπορούν να επιτευχθούν υψηλά επίπεδα γενιστεϊνης και νταιτζείνης στον άνθρωπο. Σύμφωνα με επιδημιολογικά και εργαστηριακά δεδομένα αυτό μπορεί να έχει ευνοϊκή επίδραση στην Παχυσαρκία.
Το Μεταβολικό Σύνδρομο είναι ένας συνδυασμός μεταβολικών διαταραχών που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης Καρδιαγγειακών Νοσημάτων και Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2. Η αύξηση του βάρους προδιαθέτει στην εμφάνιση Μεταβολικού Συνδρόμου και αυτό γιατί συνήθως συνοδεύεται από κοιλιακή (κεντρικού τύπου) Παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη, αύξηση των πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεινών (VLDL) και της LDL- χοληστερόλης , ελάττωση της ΗDL χοληστερόλης, αυξημένα τριγλυκερίδια, υπέρταση και λιπώδη διήθηση του ήπατος, τα οποία είναι σημαντικά στοιχεία του Μεταβολικού Συνδρόμου.
Οι Ισοφλαβόνες της Σόγιας και η ρύθμιση της Λιπογένεσης
Τα λιποκύτταρα παίζουν κεντρικό ρόλο στην ομοιοστασία των λιπιδίων και στη διατήρηση του ενεργειακού ισοζυγίου στον άνθρωπο. Τα κύτταρα αυτά αποθηκεύουν ενέργεια σε περιόδους διατροφικής αφθονίας την οποία απελευθερώνουν με τη μορφή λιπαρών οξέων σε φάσεις διατροφικής στέρησης.
Η 17β-Οιστραδιόλη (Ε2), το πιο διαδεδομένο οιστρογόνο, είναι ο κύριος ρυθμιστής της ανάπτυξης και του αριθμού των λιποκυττάρων σε άνδρες και γυναίκες. Οι ισοφλαβόνες της σόγιας είναι χημικές ενώσεις με δομή παρόμοια με τη δομή της E2. Η βιολογική δράση των ισοφλαβονών στον άνθρωπο εν μέρει αποδίδεται στη δομική ομοιότητα με την Ε2. Η σύνδεση της E2 με τους οιστρογονικούς υποδοχείς αναστέλλει τη λιπογένεση κυρίως μέσω της ελάττωσης της δραστικότητας της Λιποπρωτεινικής Λιπάσης (LPL), ενός ενζύμου που ρυθμίζει την πρόσληψη λιπιδίων από τα λιποκύτταρα. Η Γενιστείνη , που περιέχεται στη σόγια , έχει βρεθεί ότι προκαλεί ελάττωση του mRNA της LPL και συνεπώς μειώνει τη διαθεσιμότητα του ενζύμου στο λιπώδη ιστό. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την ελάττωση της πλήρωσης των λιποκυττάρων με λιπίδια και κατά συνέπεια την ελάττωση του μεγέθους των λιποκυττάρων.
Πέραν αυτού πολλά ευρήματα συνηγορούν εις το ότι οι ισοφλαβόνες δεν δρούν μόνο μέσω των οιστρογονικών υποδοχέων αλλά και μέσω άλλων οδών και κυρίως μέσω των πυρηνικών υποδοχέων PPARs. Οι πυρηνικοί υποδοχείς PPARs διακρίνονται σε τρείς υποομάδες, τους PPARα, PPARβ/δ, και
PPARγ. Οι PPARα είναι σημαντικοί για τη β-οξείδωση των λιπαρών οξέων και εκφράζονται κυρίως σε ιστούς όπως το ήπαρ, ο νεφρός, η καρδιά και οι μύες όπου ο μεταβολισμός των λιποπρωτεϊνών είναι μεγάλος. Όσον αφορά στους PPARγ εκφράζονται κυρίως στο λιπώδη ιστό και θεωρούνται βασικοί ρυθμιστές της λιπογένεσης. Συμμετέχουν επίσης στην αποθήκευση των λιπιδίων όπως και στο μεταβολισμό της χοληστερόλης. Αντίθετα με τους οιστρογονικούς υποδοχείς οι οποίοι έχουν μεγάλη εξειδίκευση, οι PPARs δεσμεύουν μεγάλη ποικιλία συνδετών (ligands) και επιδρούν άμεσα στο μεταβολισμό των λιπιδίων ενισχύοντας τη μεταγραφή γονιδίων που ρυθμίζονται από τους PPARs. Γενικά οι PPARα ελέγχουν τη μεταγραφή πολλών γονιδίων που εμπλέκονται στον καταβολισμό των λιπιδίων ενώ οι PPARγ ελέγχουν την έκφραση των γονιδίων που εμπλέκονται στη διαφοροποίηση των λιποκυττάρων και στη ευαισθησία στην ινσουλίνη. Η ταυτόχρονη ενεργοποίηση των PPARα και των PPAR γ αυξάνει τη β-οξείδωση των λιπιδίων και συγχρόνως την ευαισθησία στην ινσουλίνη, κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα τη ελάττωση της συγκέντρωσης των λιπιδίων στο αίμα και στο ήπαρ. Πρόσφατα βρέθηκε ότι η γενιστεϊνη και η νταϊτζείνη μπορούν να συνδεθούν άμεσα και να ενεργοποιήσουν και τους PPARα και τους PPAR γ
Η επίδραση των Ισοφλαβονών στα ηπατοκύτταρα.
Μια πρόσφατη μελέτη αναφέρει ότι χορήγηση γενιστεϊνης ενεργοποιεί τους PPARα, και ακολούθως επάγει την έκφραση των γονιδίων που εμπλέκονται στην β-οξείδωση των λιπών στα μιτοχόνδρια σε in vitro καλλιέργειες ηπατικών κυττάρων. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι η γενιστεϊνη ενισχύει την ενεργειακή κατανάλωση μέσω αυξημένου καταβολισμού λιπών στο ήπαρ. Αυτό συμβάλλει στην ευνοϊκή επίδραση που έχουν οι ισοφλάβόνες στην υπερλιπιδαιμία των παχύσαρκων ατόμων. Συγχρόνως έχει βρεθεί ότι οι παραπάνω ουσίες προκαλούν απόπτωση των λιποκυττάρων όπως και ελάττωση του μεγέθους των.
Το ήπαρ επίσης είναι ο κύριος τόπος σύνθεσης χοληστερόλης όπως και της LDL- χοληστερόλης η οποία είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά προς τους ιστούς και συνδέεται άμεσα με την δυσλιπιδαιμία και την παχυσαρκία. Η LDL-C σχετίζεται άμεσα με τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Έχει βρεθεί σε καλλιέργειες ηπατοκυττάρων ότι η γενιστεϊνη και νταϊτζείνη μέσω πολλαπλών μηχανισμών που περιλαμβάνουν αναστολή της σύνθεσης και εστεροποίησης, μειώνουν σημαντικά την έκκριση της απολιποπρωτεϊνης –Β η οποία είναι η σημαντικότερη απολιποπρωτεϊνη των σωματιδίων της LDL χοληστερόλης. Επιπλέον οι δύο κύριες ισοφλαβόνες, γενιστεϊνη και νταϊτζείνη ενισχύουν την έκφραση και τη δραστικότητα των LDL υποδοχέων ενισχύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την κάθαρση της χοληστερόλης από το αίμα
Όλα τα παραπάνω ευρήματα συνηγορούν στο ότι οι ισοφλαβόνες έχουν ανασταλτική δράση στην αύξηση του λιπώδους ιστού και ευνοϊκή επίδραση στα λιπίδια.
Οι Ισοφλαβόνες και η Πρωτεϊνη της Σόγιας
Αρκετά δεδομένα υποστηρίζουν ότι οι ισοφλαβόνες είναι ωφέλιμες στον άνθρωπο εφ’ όσον λαμβάνονται μαζί με το πρωτεϊνικό τμήμα του καρπού της σόγιας, μια παρατήρηση που συμφωνεί και με ευρήματα από πειράματα σε ποντίκια. Πειράματα σε άνδρες και γυναίκες με χορήγηση πρωτεϊνης σόγιας σε συνδυασμό με χαμηλή ή μεγάλη δόση ισοφλαβονών έδειξαν ότι ανεξάρτητα από τη δόση των ισοφλαβονών προέκυπτε ελάττωση της LDL-χοληστερόλης και συγχρόνως αύξηση της HDL-χοληστερόλης. Επίσης έδειξαν ότι η δράση των ισοφλαβονών είναι δοσοεξαρτώμενη.
Η Εκουόλη και τα Προβιοτικά
Εκτός από τη σύνθεση της δίαιτας η οποία μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση και το μεταβολισμό των φυτοοιστρογόνων στον άνθρωπο, η μικροχλωρίδα του εντέρου καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη διακύμανση των επιπέδων των ισοφλαβονών στο αίμα. Η νταϊτζείνη με την επίδραση της χλωρίδας του εντέρου μετατρέπεται στον ισχυρό της μεταβολίτη Εκουόλη. Έχει βρεθεί ότι περίπου 30-40% του πληθυσμού μπορεί να μετατρέψει την νταϊτζείνη σε εκουόλη. Ο μεταβολίτης αυτός απορροφάται εύκολα και έχει ισχυρή οιστρογονική δράση λόγω της συγγένειάς του με τους οιστρογονικούς υποδοχείς α και β ( ERα-ERβ). Σε μια διασταυρούμενη (crossover) μελέτη, η ελάττωση της LDL-χοληστερόλης ήταν σημαντικά μεγαλύτερη σε άτομα με παραγωγή εκουόλης και στα οποία τα γαλακτοκομικά προιόντα είχαν αντικατασταθεί με γάλα και γιαούρτι σόγιας.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και το ερώτημα αν η χορήγηση προβιοτικών, τα οποία είναι συμπληρώματα διατροφής με ζώντες μικροοργανισμούς, βελτιώνοντας την ισορροπία της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου, μπορεί να ενισχύσει τη μετατροπή της νταϊτζείνης σε εκουόλη. Μια μελέτη σε ποντίκια έδειξε ότι η χορήγηση προβιοτικών μαζί με ισοφλαβόνες είχε σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση της αντιλιπογονικής δράσης των ισοφλαβονών.
Συνδυαστικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση της δράσης των Ισοφλαβονών
Τα λιπαρά οξέα πρέπει να συνδεθούν με L-καρνιτίνη πριν εισέλθουν στα μιτοχόνδρια για καταβολισμό. Η χορήγηση L-καρνιτίνης ελαττώνει τα λιπίδια σε πειραματόζωα και στους ανθρώπους και συχνά πωλείται σαν συμπλήρωμα διατροφής. Η Carnitine palmitoyl transferase 1A (CPT1A) είναι ένα ένζυμο που είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά των λιπαρών οξέων μακράς αλύσου από το κυτταρόπλασμα στα μιτοχόνδρια .με τη μορφή ακυλ- καρνιτίνης. Το ένζυμο αυτό καθορίζει το ρυθμό της β-οξείδωσης των λιπαρών οξέων. Η συγχορήγηση L-καρνιτίνης και γενιστεϊνης σε ποντίκια προκάλεσε σημαντική ελάττωση της LDL-χοληστερόλης. Το εύρημα αυτό οδήγησε σε επανάληψη του πειράματος σε καλλιέργειες ηπατικών κυττάρων στις οποίες βρέθηκε ότι η συνδυαστική χορήγηση L-καρνιτίνης και γενιστεϊνης προκαλεί επαγωγή του ενζύμου CPT1A , γεγονός που πιθανόν να σημαίνει ότι η ενίσχυση των ισοφλαβονών της σόγιας με μία η παραπάνω ουσίες μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό φάρμακο κατά της παχυσαρκίας.
Συμπέρασμα
Τα αποτελέσματα των in vitro μελετών δείχνουν ότι οι ισοφλαβόνες είναι πολύ πιθανόν να έχουν ανασταλτική δράση στην ανάπτυξη του λιπώδους ιστού και στον άνθρωπο.
H δράση των ισοφλαβονών της σόγιας στον άνθρωπο φαίνεται ότι εξαρτάται από σύνθετες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε διάφορους παράγοντες όπως η πρωτεϊνη της σόγιας και συγκεκριμένα εντερικά βακτηρίδια.
Μολονότι οι μέχρι τώρα μελέτες δεν έχουν δείξει ότι οι ισοφλαβόνες της σόγιας μπορούν να ελαττώσουν το βάρος του σώματος στον άνθρωπο, η πρόσληψή τους μέσω της κατανάλωσης προϊόντων σόγιας όπως π.χ γάλα και γιαούρτι, μπορεί να προλάβει την εμφάνιση επιπλοκών της παχυσαρκίας βελτιώνοντας τα λιπίδια του αίματος.