Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος – ο «λύκος» όπως κοινά τον αποκαλεί ο κόσμος – είναι μία χρόνια αυτοάνοση νόσος.
«Συστηματικός» σημαίνει ότι προσβάλλει πολλά όργανα και συστήματα του σώματος, όπως το δέρμα, τις αρθρώσεις, τους νεφρούς, τους πνεύμονες και το αίμα. Ο χαρακτηρισμός «ερυθηματώδης» αναφέρεται στο κόκκινο χρώμα του δερματικού εξανθήματος που προκαλεί η νόσος, ενώ ο όρος «λύκος» περιγράφει το χαρακτηριστικό εξάνθημα που αναπτύσσεται στο πρόσωπο του πάσχοντος, μοιάζει με πεταλούδα αλλά κάνει συνολικά το πρόσωπο να μοιάζει με αυτό του λύκου.
Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος προσβάλλει τις γυναίκες με εννεαπλάσια συχνότητα απ΄ ό,τι τους άνδρες, με τις ηλικίες υψηλού κινδύνου να είναι από 15 έως 45 ετών.
Ο λύκος δεν είναι κληρονομική ούτε μεταδοτική νόσος. Είναι αυτοάνοση, δηλαδή μία ασθένεια που οφείλεται σε δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος του πάσχοντος. Ο μηχανισμός που προκαλεί αυτή τη δυσλειτουργία παραμένει άγνωστος.
Για την αντιμετώπιση του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου, σημείο- κλειδί είναι η έγκαιρη διάγνωση. Τα συμπτώματα που πρέπει να γεννούν υπόνοιες και να οδηγούν αμέσως τους ασθενείς στον γιατρό είναι το εξάνθημα στο πρόσωπο, η κόπωση, ο επίμονος πυρετός και ενοχλήματα στις αρθρώσεις.
Καθώς η νόσος εξελίσσεται σταδιακά, σε μία περίοδο εβδομάδων, μηνών ή ακόμα και ετών, στα προαναφερθέντα τυπικά συμπτώματα μπορεί να προστεθούν νέα, όπως αδιαθεσία, ανορεξία, αρθραλγίες, αρθρίτιδα, επίμονη κεφαλαλγία, πόνος στα δάκτυλα και μελάνιασμα όταν εκτεθούν στο κρύο (σύνδρομο Raynaud), εξανθήματα, έλκη στο στόμα και φωτοευαισθησία. Ο αριθμός και η ένταση των συμπτωμάτων παρουσιάζουν διακυμάνσεις από ασθενή σε ασθενή.
Η διάγνωση της νόσου γίνεται κυρίως από τον ρευματολόγο γιατρό, αλλά η αντιμετώπισή της μπορεί να χρειαστεί γιατρούς από διάφορες ειδικότητες (ρευματολόγο, οικογενειακό γιατρό, νεφρολόγο, δερματολόγο, πνευμονολόγο, αιματολόγο).
Η θεραπεία εξαρτάται από το όργανο που πάσχει και εξατομικεύεται, ενώ βασίζεται στη χρήση ποικίλων φαρμάκων.