Βιταμίνες
Οι βιταμίνες είναι μια κατηγορία ουσιών που παίζουν ρόλο στο μεταβολισμό, τη φυσιολογική λειτουργία των κυττάρων και την ανάπτυξη του οργανισμού. Από βιοχημικής πλευράς οι περισσότερες βιταμίνες αποτελούν συνένζυμα ή προσθετικές ομάδες συνενζύμων. Είναι, επομένως, συμπαράγοντες των ενζύμων, των ουσιών δηλαδή, που καταλύουν τις βιοχημικές αντιδράσεις στον οργανισμό.
Για να θεωρηθεί ένα συνένζυμο ως βιταμίνη, είναι η απαραίτητη η διαιτητική εξάρτηση του οργανισμού από τη συγκεκριμένη χημική ουσία. Αυτό σημαίνει πως ο οργανισμός, είτε δεν διαθέτει την ικανότητα σύνθεσης της εν λόγω ουσίας, είτε την συνθέτει σε ποσότητες μικρότερες από τις ημερήσιες ανάγκες του. Εξ’ορισμού, επίσης, θα πρέπει η απαραίτητη ημερήσια ποσότητα να είναι μικρή (της τάξεως των mg). Για το λόγο αυτό, τα βασικά θρεπτικά συστατικά, όπως οι υδατάνθρακες, τα λίπη και οι πρωτεΐνες, εξαιρούνται του ορισμού.
Πολλά θηλαστικά, όπως και ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της εξέλιξης έχασαν συγκεκριμένα ένζυμα λόγω μεταλλάξεων και απώλεσαν τη δυνατότητα σύνθεσης συγκεκριμένων ουσιών. Μερικές από αυτές τις μεταλλάξεις διατηρήθηκαν, παρά το υποτιθέμενο εξελικτικό μειονέκτημα, καθώς η συγκεκριμένη ουσία υπήρχε σε αφθονία στη φύση, λαμβανόταν με τη διατροφή και δεν υπήρχε ζωτική ανάγκη ενδογενούς σύνθεσής της. Οι ουσίες αυτές αποτέλεσαν τις βιταμίνες. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι το διαιτολόγιο του αρχέγονου ανθρώπου θα πρέπει να ήταν διαιτητικά πλήρες, από άποψη βιταμινών. Επίσης προκύπτει ότι οι καταστροφικές συνέπειες των μεταλλάξεων αυτών εκδηλώνονται μόνο σήμερα, στον πολιτισμένο κόσμο, εξαιτίας της έκδηλης απομάκρυνσης του σύγχρονου ανθρώπου από τη φυσική διατροφή.
Η διαιτητική στέρηση της βιταμίνης (υποβιταμίνωση) θα έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση εργαστηριακών αρχικά, και στη συνέχεια, κλινικών ευρημάτων. Η πλήρης αποστέρηση του οργανισμού από μια βιταμίνη (αβιταμίνωση) είναι εξαιρετικά σπάνια στην εποχή μας (με εξαίρεση ίσως τις χώρες του τρίτου κόσμου) και οφείλεται συνήθως σε ακραία, μονόπλευρη διατροφή. Η ανάπτυξη των παθολογικών ευρημάτων σχετίζεται άμεσα η έμμεσα με τις βιοχημικές αντιδράσεις που επηρεάζονται από την έλλειψη των αντίστοιχων συμπαραγόντων.
Ανάλογα με τη χημική δομή των βιταμινών, διακρίνουμε δύο βασικές κατηγορίες, τις λιποδιαλυτές και τις υδατοδιαλυτές βιταμίνες. Η διάκριση αυτή δίνει και αδρές πληροφορίες για την παρουσία κάθε βιταμίνης σε συγκεκριμένα τρόφιμα. Λιποδιαλυτές είναι η βιταμίνη Α, η βιταμίνη D, η βιταμίνη Ε και η βιταμίνη Κ. Υδατοδιαλυτές είναι οι βιταμίνες του συμπλέγματος B και η βιταμίνη C. Οι λιποδιαλυτές βιταμίνες απορροφώνται κατά την πέψη μαζί με τα λίπη. Δεν απεκκρίνονται με τα ούρα και τείνουν να αποθηκεύονται στον οργανισμό, έτσι ώστε να μη χρειάζεται να λαμβάνονται καθημερινά με τη διατροφή. Χαρακτηριστικό των λιποδιαλυτών βιταμινών είναι η δυνατότητα ανάπτυξης στερητικών συνδρόμων, σε καταστάσεις που εμποδίζουν τη φυσιολογική απορρόφηση των λιπών (στεατόρροια). Οι υδατοδιαλυτές βιταμίνες, αντίθετα, δεν αποθηκεύονται και η περίσσειά τους αποβάλλεται με τα ούρα. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η καθημερινή πρόσληψή τους με τη διατροφή. Επίσης, το ήπαρ αποτελεί δεξαμενή αποθήκευσης για τις βιταμίνες Α και B12
Η ανάπτυξη τοξικότητας από την υπερβολική χορήγηση βιταμινών (υπερβιταμίνωση), παρατηρείται κυρίως στις λιποδιαλυτές βιταμίνες Α και D, εξαιτίας της ικανότητάς τους να αποθηκεύονται στο λιπώδη ιστό. Για τις λοιπές υδατοδιαλυτές βιταμίνες, τοξικότητα παρατηρείται μόνο σε πάρα πολύ υψηλές δόσεις, επειδή η περίσσεια των βιταμινών αυτών αποβάλλεται με τα ούρα.
Για κάθε βιταμίνη έχει καθιερωθεί η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη, που αφορά το ποσό της βιταμίνης που είναι δέον να λαμβάνεται καθημερινά μέσω της τροφής. Το ποσό αυτό είναι δυνατόν να διαφέρει ανάλογα με το φύλο. Σε παθολογικές καταστάσεις ή στην κύηση τα ποσά αυτά ενδέχεται να είναι αυξημένα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια ισορροπημένη δίαιτα, που περιλαμβάνει όλες τις βασικές κατηγορίες των τροφίμων, καλύπτει την συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη για όλες τις βιταμίνες, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων. Σπάνια υπάρχει ανάγκη εξωγενούς χορήγησης βιταμινών και αυτή προϋποθέτει την αναγνώριση κλινικών ή εργαστηριακών συμπτωμάτων στέρησης ή την πιθανολόγηση ενδεχόμενης στέρησης (π.χ. προληπτική χορήγηση φυλλικού οξέος κατά την κύηση). Οι βιταμίνες αποτελούν τα σκευάσματα που συνταγογραφούνται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη ιατρική ένδειξη (π.χ. για «ενίσχυση» της σωματικής ευεξίας).