Η ρευματική πολυμυαλγία και γιγαντοκυτταρική (ή κροταφική) αρτηριίτιδα!
Η ρευματική πολυμυαλγία είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από πόνο και δυσκαμψία του αυχένα, των ώμων και της περιοχής των ισχίων (γλουτοί-γοφοί-μηροί).
Η γιγαντοκυτταρική (ή κροταφική) αρτηριίτιδα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση του τοιχώματος των μεγάλων αρτηριών και συγκεκριμένα των αρτηριών που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά μέσω της αορτής στο κεφάλι και τα άνω άκρα και μπορεί να προκαλέσει διαταραχή της ροής του αίματος προς αυτά.
Ποιοι προσβάλλονται και πόσο συχνό είναι;
Και οι δύο παθήσεις προσβάλλουν σχεδόν αποκλειστικά άτομα άνω των 50 ετών και συχνά συνυπάρχουν, ώστε από μερικούς να θεωρούνται δίδυμα νοσήματα. Η ρευματική πολυμυαλγία είναι μια σχετικά συχνή νόσος, συγκριτικά με άλλες αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις. Εκτιμάται ότι ανάμεσα σε 100000 άτομα ηλικίας τουλάχιστον 50 ετών, οι 60 προσβάλλονται από την πάθηση κάθε χρόνο. Η γιγαντοκυτταρική αρτηριίτιδα είναι σπανιότερη προσβάλλοντας κάθε χρόνο 10-30 άτομα ανάμεσα σε 100000 άτομα 50 ετών και άνω.
Πώς εκδηλώνονται;
Η ρευματική πολυμυαλγία εκδηλώνεται με βαθμιαία εμφάνιση διάχυτου πόνου ο οποίος εντοπίζεται και στους δύο ώμους, τον αυχένα ή ακόμη και στην περιοχή των γλουτών, γοφών και μηρών. Τα συμπτώματα χειροτερεύουν με την ανάπαυση, ώστε ο ασθενής το πρωί δυσκολεύεται να σηκώσει τα χέρια του, για να ντυθεί ή να καθίσει και να ανασηκωθεί στην τουαλέτα. Με την πάροδο των ωρών η δυσκαμψία μερικώς βελτιώνεται, ενώ ο πόνος δεν υποχωρεί με απλά αναλγητικά ούτε αντιφλεγμονώδη φάρμακα στα οποία καταφεύγουν οι ασθενείς. Πολλές φορές υπάρχει γενικότερη κακουχία, ανορεξία, απώλεια βάρους, πυρετός και καταβολή δυνάμεων.
Η γιγαντοκυτταρική αρτηριίτιδα χαρακτηρίζεται από τη φλεγμονή του τοιχώματος των μεγάλων αρτηριών, τυπικά αυτών που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στο κεφάλι και τα άνω άκρα. Η φλεγμονή αυτή προκαλεί σταδιακά πάχυνση του τοιχώματος της αρτηρίας με συνέπεια στένωση του αυλού της ο οποίος μπορεί να αποφραχθεί τελείως και να οδηγήσει σε σοβαρή ή και πλήρη διακοπή της παροχής αίματος προς όργανα του κεφαλιού ή τα άνω άκρα. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της πάθησης είναι ο πονοκέφαλος ο οποίος είναι πρωτοφανής σε ποιότητα και ένταση για τον ασθενή και δεν υποχωρεί με συνήθη παυσίπονα ή με αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Οι ασθενείς συχνά οδηγούνται σε αξονική ή μαγνητική τομογραφία της κεφαλής οι οποίες συνήθως αποτυγχάνουν να αναδείξουν ευρήματα ικανά να ερμηνεύσουν τον πονοκέφαλο αυτό. Άλλες φορές οι ασθενείς αναφέρουν αίσθημα κόπωσης του σαγονιού ή της γλώσσας, όταν μιλούν ή μασούν, ή εύκολη κόπωση του ενός ή και των δύο άνω άκρων, όταν κάνουν εργασίες που απαιτούν ανέγερση αυτού, όπως ξύρισμα, χτένισμα κλπ. Η πιο δραματική εκδήλωση της γιγαντοκυτταρικής αρτηριίτιδας, ωστόσο, είναι η διαταραχή της αιμάτωσης του ματιού η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με αιφνίδια και συχνά οριστική απώλεια της όρασης. Μια άλλη, τέλος, επιπλοκή της νόσου είναι η εμφάνιση ανευρύσματος της αορτής.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση της ρευματικής πολυμυαλγίας γίνεται κλινικά με τη διαπίστωση του χαρακτηριστικού πόνου και της δυσκαμψίας στους ώμους, τον αυχένα ή και στους μυς της λεκάνης και των μηρών. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται από τη διαπίστωση αυξημένων δεικτών φλεγμονής (ταχύτητας καθίζησης ερυθρών και C-αντιδρώσας πρωτεΐνης, CRP) ή ακόμη και αναιμίας. Στο υπερηχογραφική εξέταση του μυοσκελετικού μπορεί επίσης να ανευρεθεί συλλογή υγρού στην άρθρωση του ώμου ή του ισχίου ή στους μικρούς ορογόνους θύλακες που βρίσκονται γύρω από τις αρθρώσεις αυτές.
Είναι σημαντικό να τίθεται η διάγνωση ή έστω η υπόνοια της ρευματικής πολυμυαλγίας, διότι η πάθηση θεραπεύεται και ο ασθενής τις περισσότερες φορές επανέρχεται στην κατάσταση που ήταν, πριν εκδηλωθεί η νόσος. Αντίθετα, αν δε γίνει η διάγνωση, τα ηλικιωμένα άτομα με τη νόσο τείνουν να θεωρούν ότι οι πόνοι τους είναι αποτέλεσμα του γήρατος και της οστεοαρθρίτιδας. Μάλιστα, αποκαρδιωμένοι από την αποτυχία των θεραπειών που συνήθως εφαρμόζονται για τη οστεοαρθρίτιδα, καταλήγουν να ζουν με συνεχή πόνο και περιορισμό των δραστηριοτήτων τους, γεγονός που έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Η υπόνοια της κροταφικής αρτηριίτιδας πρέπει να τίθεται σε κάθε ασθενή άνω των 50 ετών με πρόσφατης έναρξης και ασυνήθιστης ποιότητας και έντασης πονοκέφαλο, ιδίως όταν συνοδεύεται και από συμπτώματα ρευματικής πολυμυαλγίας ή πυρετό. Σχεδόν χαρακτηριστική είναι η αύξηση των δεικτών φλεγμονής και μάλιστα της ταχύτητας καθίζησης ερυθρών. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με τη βιοψία τεμαχίου αρτηρίας το οποίο λαμβάνεται από το δέρμα του κεφαλιού. Η όλη διαδικασία, η οποία διενεργείται από Χειρουργό, είναι σχετικά γρήγορη και προκαλεί μικρή επιβάρυνση στον ασθενή. Εναλλακτικά, τα τελευταία έτη χρησιμοποιείται από κάποιους Ρευματολόγους η υπερηχογραφική εξέταση των αρτηριών της επιφάνειας του κρανίου, μια αναίμακτη και ανώδυνη μέθοδος. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η οριστικοποίηση της διάγνωσης της γιγαντοκυτταρικής αρτηριίτιδας δε θα πρέπει να καθυστερεί, όχι μόνο γιατί ο ασθενής υποφέρει, αλλά και γιατί υπάρχει κίνδυνος για μη αναστρέψιμες συνέπειες, όπως η απώλεια της όρασης από το ένα ή και τα δύο μάτια.
Θεραπεία
Και οι δύο παθήσεις ανταποκρίνονται θεαματικά στη χορήγηση κορτιζόνης συνήθως με λήψη από το στόμα. Είναι μάλιστα τόσο ταχεία η ανακούφιση του ασθενούς, ώστε η ανταπόκριση στην κορτιζόνη να θεωρείται κριτήριο επιβεβαίωσης της διάγνωσης, οι δε ασθενείς να νιώθουν μεγάλη ευγνωμοσύνη προς το γιατρό ο οποίος τους απάλλαξε από ένα βασανιστικό σύμπτωμα που δεν ανταποκρινόταν σε καμιά συνήθη θεραπεία.
Η αρχική δόση της κορτιζόνης είναι υψηλότερη στη γιγαντοκυτταρική αρτηριίτιδα παρά στη ρευματική πολυμυαλγία και με την πάροδο του χρόνου μειώνεται, ώστε ο ασθενής να παραμένει ελεύθερος συμπτωμάτων, αλλά και να ελαχιστοποιούνται οι ανεπιθύμητες ενέργειες της κορτιζόνης. Η διάρκεια της θεραπείας μπορεί να φτάσει τα 1 ή 2 έτη. Σε ασθενείς των οποίων τα συμπτώματα χρειάζονται παρατεταμένα σχετικά υψηλές δόσεις κορτιζόνης ή υποτροπιάζουν με τη διακοπή της μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, όπως η μεθοτρεξάτη ή η αζαθειοπρίνη, για να επιτευχθεί κάποια εξοικονόμηση της δόσης της κορτιζόνης.
Είναι σημαντικό ο ασθενής να κατανοήσει ότι η κορτιζόνη είναι η πρώτη και πλέον αποτελεσματική γραμμή θεραπείας και στις δύο παθήσεις και να πεισθεί να λάβει το φάρμακο αυτό, όπως του συστήνει ο Ρευματολόγος του. Οι περισσότεροι Ρευματολόγοι είναι εξοικειωμένοι με τη χρήση της κορτιζόνης και τις ανεπιθύμητες ενέργειές της, ιδίως στους ηλικιωμένους που είναι πιο ευπαθείς σε αυτές και συχνά πάσχουν και από άλλα νοσήματα. Έτσι οι περισσότεροι γιατροί που συνταγογραφούν κορτιζόνη για παρατεταμένες περιόδους συνήθως λαμβάνουν και τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή ακριβώς αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών. Σε αυτά περιλαμβάνονται: διαιτητικές συμβουλές για περιορισμό της πρόσληψης περιττών θερμίδων, σακχάρων και αλατιού, οδηγίες για σωματική δραστηριότητα για διατήρηση της τροφικότητας των μυών και της οστικής υγείας, εφαρμογή αντιοστεοπορωτικής θεραπείας, οδηγίες για την πρόληψη αναζωπύρωσης παλαιών ή λανθανουσών λοιμώξεων, όπως η φυματίωση ή η ηπατίτιδα ή την εμφάνιση νέων λοιμώξεων, όπως η γρίπη, με διενέργεια των αναγκαίων εμβολιασμών.
Με μια ματιά
- Η ρευματική πολυμυαλγία και η γιγαντοκυτταρική αρτηριίτιδα είναι δύο στενά συνδεδεμένα νοσήματα που αφορούν αποκλειστικά άτομα πάνω από 50 ετών.
- Η διάγνωση της ρευματικής πολυμυαλγίας είναι σημαντικό να επιτυγχάνεται, διότι η πάθηση συνήθως ανταποκρίνεται στη θεραπεία και ο ασθενής απαλλάσσεται από τους πόνους και τη δυσκαμψία και επανέρχεται στο προηγούμενο επίπεδο δραστηριότητας.
- Η διάγνωση της γιγαντοκυτταρικής αρτηριίτιδας δεν πρέπει να καθυστερεί, όχι μόνο διότι ο ασθενής εξακολουθεί να υφίσταται σοβαρά και συχνά εξαντλητικά συμπτώματα, αλλά επίσης παραμένει εκτεθειμένος σε κίνδυνο μόνιμης αναπηρίας από βλάβη οργάνου, όπως είναι η απώλεια της όρασης.
- Βάση της θεραπείας και των δύο παθήσεων είναι η κορτιζόνη, στην οποία η ανταπόκριση είναι συνήθως εξαιρετική. Η διάρκεια της θεραπείας μπορεί να είναι 1-2 έτη.
- Είναι σημαντικό ο ασθενής να συμμορφώνεται με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού για να παραμένει αφενός χωρίς συμπτώματα, αφετέρου να ελαχιστοποιούνται οι ανεπιθύμητες ενέργειες της φαρμακευτικής αγωγής.