Αποβολές λόγω προβλημάτων στη μητέρα
Σε περίπτωση που αίτιο της αποβολής δεν είναι γενετικό η γυναίκα θα χρειαστεί να υποβληθεί σε:
- ορμονικό έλεγχο,
- έλεγχο για θρομβοφιλία,
- ανοσολογικό έλεγχο,
- έλεγχο στην ανατομία της μήτρας.
Ορμονικός έλεγχος
Τα συχνότερα αίτια ορμονικών διαταραχών που αυξάνουν τον κίνδυνο αποβολών είναι το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (ΣΠΩ) και η ανεπάρκεια προγεστερόνης στο διάστημα μετά τη σύλληψη.
Οι γυναίκες με ΣΠΩ αποβάλλουν πιο συχνά πιθανώς λόγω διαταραχής στην ισορροπία των ορμονών FSH, LH, ανδρογόνων και ινσουλίνης. Στις γυναίκες αυτές μπορεί να ρυθμιστεί η ορμονική διαταραχή είτε απλά με απώλεια βάρους ή σε συνδυασμό με ορμονική υποκατάσταση ή/και λαπαροσκοπική διαθερμία των ωοθηκών.
Άλλες γυναίκες μπορεί να αποβάλλουν λόγω χαμηλών επιπέδων της ορμόνης προγεστερόνης στο διάστημα μετά τη σύλληψη. Στις γυναίκες αυτές πρέπει να διαπιστωθεί το πρόβλημα άμεσα με εξετάσεις αίματος και να διορθωθεί με χορήγηση προγεστερόνης σε χάπια ή κολπική γέλη. Οι γυναίκες που έχουν κύκλο κάτω των 24 ημερών είναι πιο επίφοβες για τέτοιου είδους προβλήματα, ειδικά αν το διάστημα μεταξύ της ωορρηξίας και της περιόδου είναι μικρότερο από 12 μέρες.
Έλεγχος για θρομβοφιλία
Θρομβοφιλία αποκαλείται η τάση του ασθενούν να δημιουργεί θρόμβους εύκολα. Η υποψία για ύπαρξη θρομβοφιλίας μπαίνει όταν ο ασθενής έχει ιστορικό θρόμβων χωρίς να έχει παράγοντες κινδύνου ή έχει κληρονομικό ιστορικό.
Η θρομβοφιλία έχει άμεση σχέση με το γυναικολόγο και τη γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας καθώς μπορεί να οδηγήσει σε επαναλαμβανόμενες αποβολές, επαναλαμβανόμενες αποτυχίες εμφύτευσης μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση ή σε προβλήματα κατά τη διάρκεια της κύησης (προεκλαμψία ή καθυστέρηση στην ανάπτυξη του εμβρύου). Ο λόγος για τον οποίο έχει αυτές τις επιπτώσεις είναι το ότι δημιουργούνται μικροθρόμβοι κατά τη διάρκεια εμφύτευσης του εμβρύου με αποτέλεσμα να σταματά ή να διαταράσσεται σημαντικά η κυκλοφορία του αίματος μεταξύ μητέρας και εμβρύου.
Στην κληρονομική θρομβοφιλία εντοπίζονται μεταλλάξεις στα γονίδια που ελέγχουν την πήξη του αίματος.
Η γυναίκα πρέπει να υποβληθεί στις ακόλουθες εξετάσεις:
- PT/INR
- APTT
- Ινωδογόνο
- Δ-Διμερή
- Ελεύθερη Πρωτεΐνη S – Πρωτεΐνη C
- Αντίσταση στην πρωτεΐνη C (APC-R)
- Αντιθρομβίνη ΙΙΙ
- Ομοκυστεΐνη
- Αντισώματα β2-γλυκοπρωτεϊνης IgG – IgM – IgA
- Γενετικός έλεγχος Θρομβοφιλίας (12 μεταλλάξεις)
- Παράγων V Leiden (G1691A)
- Παράγων II Προθρομβίνη (G20210A)
- MTHFR (C677T & A 1298C)
- Παράγων V R2 (H1299R)
- Παράγων ΧΙΙΙ (V34L)
- β – ινωδογόνο (455G-A)
- PAI-1 (5G/4G)
- HPA1 (1a/1b)
- ACE (INS/DEL)
- Apo-E (E2/E4)
- Apo-B (R3500)
Εάν εντοπισθεί θρομβοφιλία, τότε ξεκινά η κατάλληλη αγωγή και η παρακολούθηση της ασθενούς από εξειδικευμένο αιματολόγο. Η θεραπεία που προτείνεται για τη θρομβοφιλία είναι η ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους και η ασπιρίνη.
Ανοσολογικός έλεγχος
Το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου είναι υπεύθυνο για την προστασία του οργανισμού από τις λοιμώξεις και την απόρριψη οποιουδήποτε «ξένου εισβολέα», αντιδρώντας σε οτιδήποτε έχει διαφορετικό γενετικό πρότυπο. Αυτοί οι εισβολείς μπορεί να είναι μικρόβια, ιοί ή μεταμοσχευμένα όργανα. Κατά την εγκυμοσύνη το έμβρυο μέσα στη μήτρα έχει διαφορετικό γενετικό πρότυπο από της γυναίκας που κυοφορεί γιατί μεταφέρει και τα γονίδια του άνδρα, έτσι ώστε να είναι «ξένο» κατά 50%.
Υπάρχει πολύ μεγάλη συζήτηση παγκοσμίως για το ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος στις επαναλαμβανόμενες αποβολές ή τις επαναλαμβανόμενες αποτυχίες εξωσωματικής γονιμοποίησης. Κάποιες θεωρίες υποθέτουν ότι σε μια φυσιολογική εγκυμοσύνη, το ανοσοποιητικό της γυναίκας θα μπορούσε να απορρίψει το έμβρυο, θεωρώντας το ξένο. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία πειστική απόδειξη ότι η ανοσολογική απόρριψη του εμβρύου έχει πραγματικά συμβεί ποτέ σε γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας.
Οι εξετάσεις που μπορεί να υποβληθεί η γυναίκα είναι:
- αντιπηκτικό λύκου,
- αντιπυρηνικά αντισώματα
- αντισώματα καρδιολιπίνης IgG – IgM – IgA
- αντισώματα β2-γλυκοπρωτεΐνης IgG – IgM – IgA
- κύτταρα «φονιάδες» – ΝΚ cells (natural killer cells) [link]
Τα ζευγάρια πρέπει να κατανοήσουν και να αποδεχτούν ότι η ανοσοθεραπεία στην υπογονιμότητα βρίσκεται ακόμα σε ερευνητικό – πειραματικό στάδιο, γιατί δεν υπάρχουν αξιόπιστες κλινικές μελέτες. Για αυτό το λόγο η ανοσοθεραπεία δεν είναι αποδεκτή από όλους. Επίσης, τα φάρμακα που χορηγούνται δεν έχουν λάβει επίσημη έγκριση για χρήση σε θέματα αναπαραγωγής. Μέχρι τότε η ανοσοθεραπεία θα πρέπει να χρησιμοποιείται απόλυτα εξατομικευμένα.
Έλεγχος στην ανατομία της μήτρας
Κατά τη διερεύνηση των αποβολών είναι απαραίτητο να γίνει πλήρης διερεύνηση της ακεραιότητας της ανατομίας της μήτρας κατ’ αρχάς με ενδοκολπικό υπερηχογράφημα και σαλπιγγογραφία και μετέπειτα με υστεροσκόπηση.
Αποβολές μπορεί να προκληθούν όταν υπάρχουν οι παρακάτω ανωμαλίες της μήτρας:
- Ανωμαλίες διάπλασης της μήτρας (διάφραγμα μήτρας / μονόκερος ή δίκερος μήτρα)
Όταν η μήτρα έχει τέτοιου είδους ανωμαλίες υπάρχει δυσκολία τόσο στην εμφύτευση του εμβρύου (οδηγώντας σε υπογονιμότητα), όσο και στην συγκράτησή του όταν η γυναίκα μείνει έγκυος (οδηγώντας σε αποβολές). Τα διαφράγματα μήτρας αντιμετωπίζονται επιτυχώς χειρουργικά με υστεροσκόπηση.
- Συμφύσεις (ουλώδης ιστός μέσα στην κοιλότητα της μήτρας)
Οι συμφύσεις προκαλούν προβλήματα στην εμφύτευση του εμβρύου και μπορεί να δημιουργηθούν μετά από χειρουργική απόξεση ή φλεγμονή του ενδομητρίου. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να αποφράξουν πλήρως την ενδομητρική κοιλότητα και να προκαλέσουν αμμηνόροια (σύνδρομο Asherman) . Μπορούν να αντιμετωπισθούν με υστεροσκόπηση.
- Ινομυώματα και πολύποδες
Τα πιο πολλά ινομυώματα δεν δημιουργούν προβλήματα στη σύλληψη και την εγκυμοσύνη. Αν όμως το ινομύωμα είναι μέσα (υποβλενογόνιο) ή πολύ κοντά στο ενδομήτριο, τότε μπορεί να εμποδίσει την εμφύτευση του εμβρύου, ακόμη και αν αυτό είναι πολύ μικρό. Το ίδιο ισχύει και για τους πολύποδες μέσα στην κοιλότητα του ενδομητρίου.
- Ανεπαρκής ή χαλαρός τράχηλος
Ανεπάρκεια τραχήλου μπορεί να συμβαίνει είτε λόγω συγγενούς ανωμαλίας ή λόγω προηγηθέντος χειρουργείου ή τραυματισμού. Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με περίδεση του τραχήλου. Η περίδεση του τραχήλου όσο κι αν ακούγεται απλή και αυτονόητη σαν προσέγγιση, δεν παύει να έχει σοβαρές δυνητικές επιπλοκές, όπως η φλεγμονή ή η αιμορραγία, και δεν πρέπει να γίνεται αν δεν υπάρχει πραγματικά σημαντικός λόγος.