Διακοπή καπνίσματος και σωματικό βάρος
Είναι γνωστές οι επιβλαβείς συνέπειες του καπνίσματος στην υγεία. Το κάπνισμα διαταράσσει τον ομαλό μεταβολισμό των λιπιδίων, σχετίζεται με αθηρογόνο λιπιδαιμικό προφίλ και προκαλεί αντίσταση στην ινσουλίνη. Είναι επίσης γνωστό ότι οι καπνιστές έχουν κατά μέσο όρο χαμηλότερο σωματικό βάρος από τους μη καπνιστές και ότι η διακοπή του καπνίσματος συνοδεύεται από αύξηση του σωματικού βάρους.
Αυτό εξηγείται λόγω της προσαρμοστικής θερμογένεσης, η οποία είναι μια αύξηση του μεταβολικού ρυθμού, που προκαλείται από την <άδεια-κενή> καύση των περίσσιων θερμίδων ως θερμότητα. Η προσαρμοστική θερμογένεση διεγείρεται από την νικοτίνη. Από μελέτες έχει εξαχθεί ότι 20 τσιγάρα προκαλούν αύξηση της θερμιδικής επίδρασης του βασικού μεταβολισμού κατά 8-11%.
Αν και το υπερβάλλον σωματικό βάρος που ακολουθεί τη διακοπή του καπνίσματος ενέχει μικρότερο κίνδυνο για την υγεία από ότι η συνέχιση του καπνίσματος, πολλοί πιστεύουν ότι η προοπτική αύξησης του σωματικού βάρους αποθαρρύνει του καπνιστές, ιδιαίτερα τις γυναίκες από το να διακόψουν το κάπνισμα. Ένας άλλος αποθαρρυντικός παράγοντας είναι η πεποίθηση ότι το κάπνισμα μειώνει το στρες.
Περίπου το 80% των καπνιστών που διακόπτουν το κάπνισμα κερδίζουν βάρος. Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος αύξησης βάρους είναι υψηλότερος κατά τα πρώτα δύο χρόνια από τη διακοπή του καπνίσματος και ακολουθεί βαθμιαία μείωση. Τα άτομα που διακόπτουν μόνιμα το κάπνισμα κερδίζουν περίπου 5-6 κιλά, ενώ οι γυναίκες κερδίζουν περισσότερο βάρος από τους άνδρες. Η σωματική άσκηση, η μεγαλύτερη ηλικία, ο χαμηλότερος δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ= βάρος/ύψος2) πριν τη διακοπή του καπνίσματος, το χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και η μικρότερη κατανάλωση καπνού σχετίζονται με μικρότερο βαθμό πρόσληψης σωματικού βάρους μετά τη διακοπή. Η πρόσληψη βάρους μετά τη διακοπή του καπνίσματος οφείλεται κυρίως στη συσσώρευση λίπους ενδοκοιλιακά (κεντρικού τύπου παχυσαρκία).
Η νικοτίνη, το πιο ενεργό συστατικό του καπνού, προκαλεί μείωση του σωματικού βάρους μέσω καταστολής της όρεξης (πρόσληψης τροφής), αύξησης της κατανάλωσης ενέργειας (αύξηση του μεταβολικού ρυθμού ηρεμίας) και δράσης στο μεταβολισμό του λιπώδους ιστού. Πιο αναλυτικά, η νικοτίνη προκαλεί υποφαγία εν μέρει μέσω αύξησης της ντοπαμίνης και της σεροτονίνης στον πλάγιο υποθάλαμο του εγκεφάλου. Επίσης, επιφέρει μείωση πρόσληψης τροφής αναστέλλοντας την παραγωγή στον υποθάλαμο του νευροπεπτιδίου Υ (ΝPY), ενός ισχυρού διεγερτικού της όρεξης. Η νικοτίνη μπορεί επίσης να ασκεί και άμεση δράση στο μεταβολισμό του λιπώδους ιστού διεγείροντας την λιποπρωτεϊνική λιπάση (ένζυμο υπεύθυνο για τη διάσπαση του λίπους).
Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι τα επίπεδα λεπτίνης είναι υψηλότερα στους καπνιστές συγκριτικά με τους μη καπνιστές. Η αύξηση των επιπέδων της λεπτίνης στους καπνιστές μπορεί να αποτελεί ένα φυσιολογικό μηχανισμό για το χαμηλότερο σωματικό τους βάρος σε σχέση με τους μη καπνιστές, διότι η ενδοκρινική δράση της λεπτίνης είναι να καταστέλλει την πρόσληψη τροφής μέσω ρυθμιστικών της όρεξης νευροπεπτιδίων και να αυξάνει την κατανάλωση ενέργειας μέσω αύξησης της δραστηριότητας του συμπαθητικού συστήματος. Συνεπώς, η αύξηση βάρους μετά τη διακοπή του καπνίσματος είναι αποτέλεσμα αυξημένης πρόσληψης τροφής και μειωμένης κατανάλωσης ενέργειας καθώς η διακοπή του καπνίσματος καταργεί την αύξηση της λεπτίνης. Τελευταίες μελέτες δείχνουν ωστόσο ότι η τάση αυξημένης πρόσληψης τροφής μετά τη διακοπή του καπνίσματος σχετίζεται και με γενετικούς παράγοντες. Περαιτέρω έρευνες απαιτούνται όμως για την καλύτερη διεύρυνση αυτής της συσχέτισης.
Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι η πρόσληψη βάρους μετά τη διακοπή του καπνίσματος είναι μεγαλύτερη στους πρώην καπνιστές με τα μεγαλύτερα επίπεδα ινωδογόνου, πρωτεϊνών οξείας φάσης (CRP) και αριθμού λευκοκυττάρων (δείκτες φλεγμονής). Αυτό το εύρημα φανερώνει μια στενή σχέση μεταξύ φλεγμονώδων δεικτών και ρυθμιστών της ενεργειακής ισορροπίας, όσον αφορά το κάπνισμα. Το σημαντικό είναι ότι φλεγμονώδη κατάσταση συνοδεύει το μεταβολικό σύνδρομο, με αποτέλεσμα να σχετίζεται αυτό με την πρόσληψη βάρους μετά τη διακοπή του καπνίσματος, σύμφωνα με τα παραπάνω. Με άλλα λόγια, καπνιστές με μεταβολικό σύνδρομο έχουν κατά μέσον όρο μεγαλύτερη πρόσληψη βάρους μετά τη διακοπή του καπνίσματος, συγκριτικά με καπνιστές χωρίς μεταβολικό σύνδρομο. Το μεταβολικό σύνδρομο ή νόσος του σύγχρονου πολιτισμού αποτελεί ένα πολυσύνθετο παράγοντα κινδύνου που προϋποθέτει την παρουσία τουλάχιστον τριών από τα ακόλουθα κριτήρια:
Α) Κεντρικού τύπου παχυσαρκία ( περιφέρεια μέσης άνω των 102 εκατοστών)
Β) Αυξημένη αρτηριακή πίεση ( άνω των 130 mmHg / άνω των 85 mmHg)
Γ) Γλυκόζη νηστείας άνω των 110 mg/dL
Δ) ΗDL μικρότερη των 40 mg/dL για τους άνδρες
Ε) Τριγλυκερίδια άνω των 150 mg/dL
ΣΤ) Υπερουριχαιμία
Το μεταβολικό σύνδρομο έχει πάρει επιδημικές διαστάσεις στη σύγχρονη εποχή λόγω του τρόπου διαβίωσης και ιδιαίτερα τις διατροφικές συνήθειες, την καθιστική ζωή και το στρες. Οι περιβαλλοντικοί αυτοί παράγοντες δρώντας σε γενετικά προδιαθεσικό υπόστρωμα φέρουν στην επιφάνεια το μεταβολικό σύνδρομο συχνότερα και σε μικρότερες ηλικίες.
Συμπερασματικά, ο κλινικός ιατρός και διαιτολόγος θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η διακοπή του καπνίσματος συχνά ακολουθείται από αύξηση του σωματικού βάρους. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να κάνουν κατανοητό στον καπνιστή ότι ο κίνδυνος στην υγεία του από την αύξηση βάρους είναι μικρότερος από τον κίνδυνο από τη συνέχιση του καπνίσματος. Επίσης, οφείλουν να συστήνουν στον πρώην καπνιστή ισορροπημένη και υγιεινή διατροφή καθώς και συστηματική σωματική άσκηση για τον έλεγχο του σωματικού του βάρους, ενώ θα πρέπει να συμβουλεύουν τον καπνιστή να συγκεντρώνει την προσοχή του πρωταρχικά στη διακοπή του καπνίσματος και όχι στον έλεγχο σωματικού βάρους. Είναι βέβαιο ότι η συνεργασία διαιτολόγου και πρώην καπνιστή θα επιφέρει καλύτερο έλεγχο του σωματικού βάρους μετά τη διακοπή του καπνίσματος.