Η κάκωση των παραθυρεοειδών αδένων είναι η συνηθέστερη επιπλοκή της θυρεοειδεκτομής. Λόγω αυτής εμφανίζεται ΠΑΡΟΔΙΚΗ υπασβεστιαιμία μετεγχειρητικά σε ποσοστά που κυμαίνονται από 20 % έως 40 %.
Η υπασβεστιαιμία είναι παροδική στους περισσότερους από τους ασθενείς αυτούς, εντούτοις όμως ΜΟΝΙΜΗ υπασβεστιαιμία μετά από θυρεοειδεκτομή παρατηρείται σε ποσοστά που κυμαίνονται από 1 % έως 30 % (ανάλογα με την εμπειρία του χειρουργού).
Όπως το στρες επηρεάζει τις διατροφικές μας επιλογές, ωθώντας μας σε κακές διατροφικές συνήθειες έτσι και το τι επιλέγουμε να τρώμε μπορεί να επηρεάσει [...]
Η αρχική αντιμετώπιση του ασθενούς με βαριά υπερασβεστιαιμία (υπερασβεστιαιμική κρίση) συνίσταται στην επαρκή ενυδάτωσή του και στην αντιμετώπιση της υποκαλιαιμίας και της υπονατριαιμίας. Η χορήγηση φουροσεμίδης είναι χρήσιμη για την αύξηση της νεφρικής αποβολής ασβεστίου στον ασθενή μετά την ενυδάτωσή του.
Οι παραθυρεοειδείς επίσης αναπτύσσονται από τον 3ο και 4ο φαρυγγικό θύλακο (ΦΘ). Στην εμβρυογένεση των παραθυροειδών αδένων παρατηρείται επίσης η δημιουργία αρκετών μικρών διάσπαρτων αθροίσεων παραθυρεοειδικού παρεγχύματος, εκτός των ανατομικά αναγνωρίσιμων παραθυρεοειδών αδένων. Οι άνω παραθυρεοειδείς προέρχονται από τον 4ο ΦΘ ενώ οι κάτω από τον 3ο ΦΘ, πράγμα που εξηγεί τους όρους παραθυρεοειδείς IV και παραθυρεοειδείς ΙΙΙ που χρησιμοποιούνται για να περιγραφούν οι άνω και οι κάτω παραθυροειδείς αντίστοιχα. Η εμβρυολογική προέλευση έτσι είναι αντίστροφη από την ανατομική διάταξη των παραθυρεοειδών στον τράχηλο μετά τη γέννηση.
Στην πλειονότητα των ασθενών με ΡΗΡΤ δεν χρειάζεται γενετικός έλεγχος. Γενετικός έλεγχος ενδείκνυται σε επιλεγμένες ομάδες ασθενών, όπως:
Σε υποψία οικογενούς ΡΗΡΤ. Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι νέοι ασθενείς, όπως επίσης και οι ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό ΡΗΡΤ (γονίδια MEN1, CDC73, CASR)
Πρόκειται για σπάνια πάθηση που ευθύνεται για ποσοστό μικρότερο του 1 % των ασθενών με υπερπαραθυρεοειδισμό (ΗΡΤ). Στο 50 % των ασθενών με καρκίνο παραθυρεοειδών υπάρχει ψηλαφητή μάζα στον τράχηλο και τα επίπεδα ασβεστίου ορού είναι > 15 mg/dL.
H διάγνωση συνήθως τίθεται με βάση τα ιστολογικά ευρήματα (διήθηση αγγείων ή κάψας), λεμφαδενικές ή μακρινές μεταστάσεις ή εμφανής διήθηση παρακειμένων ανατομικών στοιχείων.
Όζοι θυρεοειδούς ανιχνεύονται με την ψηλάφηση σε ποσοστό περίπου 8 % του γενικού πληθυσμού. Αν όμως για την ανίχνευση των όζων χρησιμοποιηθεί υψηλής ευκρίνειας υπερηχογράφημα (που μπορεί να διαγνώσει όζους διαμέτρου έως και 3 mm), τότε το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 50 έως και 70 %. Άρα μιλάμε για ένα πολύ συχνό πρόβλημα.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ στους όζους θυρεοειδούς είναι οι εξής τρεις:
Μπορεί να οφείλεται σε έλλειμμα ιωδίου, συγγενή διαταραχή της παραγωγής θυρεοειδικών ορμονών, λήψη τροφών ή φαρμάκων που έχουν ‘βρογχοκηλογόνο’ δράση (π.χ. λίθιο, p-αμινοσαλυκιλικό οξύ, αμινογλουτεθιμίδη, σουλφοναμίδες, φαινυλοβουταζόνη)
Παρατηρείται η παρουσία διόγκωσης στην περιοχή του τραχήλου, ενώ σε πιο σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθεί δύσπνοια και εισπνευστικός συριγμός (λόγω πίεσης της τραχείας) ή δυσφαγία (λόγω πίεσης του οισοφάγου)
Λήψη οικογενειακού ιστορικού (π.χ. ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς σε άλλα μέλη της οικογένειας)
Λήψη ατομικού αναμνηστικού
Αξιολόγηση συμπτωμάτων ασθενούς (που μπορεί να οφείλονται για παράδειγμα σε διαταραχή της λειτουργίας του θυρεοειδούς [υπερθυρεοειδισμό ή αντίθετα υποθυρεοειδισμό] ή σε πίεση παρακειμένων ανατομικών στοιχείων [π.χ. τραχείας, σπανιότερα οισοφάγου] από ένα διογκωμένο αδένα ή έναν λίαν ευμεγέθη όζο)
Η παραθυρωμάτωση είναι μία αρκετά σπάνια αιτία υπερασβεσταιμίας και οφείλεται στην παρουσία διάσπαρτων εμβυολογικών υπολειμμάτων παραθυρεοειδικού ιστού ή – συνηθέστερα – στην εμφύτευση τεμαχίων παραθυρεοειδικού παρεγχύματος λόγω ρήξης ενός όγκου παραθυρεοειδούς (συνηθέστατα αδενώματος) κατά τη διάρκεια της παραθυρεοειδεκτομής.
Ο θυρεοειδής αδένας εντοπίζεται στον τράχηλο, στην πρόσθια επιφάνεια αυτού, επικαθήμενος επί της τραχείας, κάτωθεν του θυρεοειδούς χόνδρου. Οφείλει το όνομά του στο ότι βρίσκεται στη θέση του αυτή στον τράχηλο εν είδει ‘θυρεού’. Το βάρος του κυμαίνεται από 15 έως 25 gr και αποτελείται από δύο λοβούς, τον δεξιό και τον αριστερό, που συνδέονται με τον ισθμό. Συχνά συνυπάρχει και μία προσεκβολή προς τα άνω του θυρεοειδικού παρεγχύματος, που εξορμάται από τον ισθμό (συνηθέστατα από το αριστερό του ήμισυ) και που περιγράφεται ως πυραμοειδής λοβός.
Ο θυρεοειδής αδένας αναγνωρίζεται από την 17η ημέρα της εμβρυϊκής ζωής ως μια πάχυνση στη βάση του φάρυγγα αποτελούμενη από ενδοδερμικά κύτταρα. Η ανάπτυξή του αρχίζει από τη βάση της γλώσσας στην περιοχή του τυφλού τρήματος. Εμβρυολογικώς προέρχεται από δυο διαφορετικούς εμβρυϊκούς ιστούς, τον αρχέγονο φάρυγγα και τη νευρική ακρολοφία.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌροι Χρήσης